ἀποκινέω: Difference between revisions
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
(13_3) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0307.png Seite 307]] wegbewegen, wegbringen, τινὰ θυράων Od. 22, 107; ἀποκινήσασκε [[δέπας]] τραπέζης Il. 11, 636; Sp., wo es auch intrans. »fortgehen« bedeutet, Aen. tact. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0307.png Seite 307]] wegbewegen, wegbringen, τινὰ θυράων Od. 22, 107; ἀποκινήσασκε [[δέπας]] τραπέζης Il. 11, 636; Sp., wo es auch intrans. »fortgehen« bedeutet, Aen. tact. 10. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποκῑνέω''': μέλλ. -ήσω, ἀποκινῶ ἢ [[μεταφέρω]], [[ἀποκυλίω]], ἀφαιρῶ ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, ἀποκινήσασκε τραπέζης Ἰλ. Λ. 636· μή μ’ ἀποκινήσωσι θυράων Ὀδ. Χ. 107, οὐ γὰρ ἂν εὖ οἶδ’ ὅτι ἠδυνήθη ἀποκινῆσαι τὴν πέτραν ἀπὸ τῆς θύρας Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 3. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἀπέρχομαι]], «ξεκινῶ», Αἰν. Τακτ. 10, Πολύαιν. 1. 43, 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:23, 5 August 2017
English (LSJ)
A remove or put away from, ἀποκινήσασκε τραπέζης Il.11.636; μή μ' ἀποκινήσωσι θυράων Od.22.107; τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.69. II intr., move off, abscond, Aen.Tact.10.5, Polyaen.1.43.2.
German (Pape)
[Seite 307] wegbewegen, wegbringen, τινὰ θυράων Od. 22, 107; ἀποκινήσασκε δέπας τραπέζης Il. 11, 636; Sp., wo es auch intrans. »fortgehen« bedeutet, Aen. tact. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῑνέω: μέλλ. -ήσω, ἀποκινῶ ἢ μεταφέρω, ἀποκυλίω, ἀφαιρῶ ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, ἀποκινήσασκε τραπέζης Ἰλ. Λ. 636· μή μ’ ἀποκινήσωσι θυράων Ὀδ. Χ. 107, οὐ γὰρ ἂν εὖ οἶδ’ ὅτι ἠδυνήθη ἀποκινῆσαι τὴν πέτραν ἀπὸ τῆς θύρας Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀπέρχομαι, «ξεκινῶ», Αἰν. Τακτ. 10, Πολύαιν. 1. 43, 2.