βάτραχος: Difference between revisions
(13_4) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] ὁ, 1) Frosch, Plat. Theaet. 167 d u. sonst. – 2) ein Fisch, Meerfrosch, Arist. H.A. 1, 5. 2, 13; vgl. Ath. VII, 286 d. – 3) eine Zungenkrankheit, Medic. – 4) der hohle Theil am Pferdehuf, Geopon. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] ὁ, 1) Frosch, Plat. Theaet. 167 d u. sonst. – 2) ein Fisch, Meerfrosch, Arist. H.A. 1, 5. 2, 13; vgl. Ath. VII, 286 d. – 3) eine Zungenkrankheit, Medic. – 4) der hohle Theil am Pferdehuf, Geopon. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βάτραχος''': [βᾰτρᾰ-], ὁ, τὸ γνωστὸν [[ζῷον]], Βατρ. 6. 18, 59, κτλ., Ἡρόδ. 4. 131, κτλ.· - παροιμ., [[ὕδωρ]] πίνειν [[βάτραχος]], «σωστὸς [[βάτραχος]] εἰς τὸ πίνειν», Ἀριστοφῶν Πυθ. 1. 3· βατράχοις οἰνοχοεῖν, ἐπὶ τῶν [[ταῦτα]] παρεχόντων, ὧν οὐ χρῄζουσι οἱ λαμβάνοντες, ὡς ὁ τοῦ Ὁρατίου Καλαβρὸς [[ξένος]], Φερεκρ. Κορ. 4. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος ἐκ τῶν σελαχοειδῶν, Lophius piscatorius ἢ barbatus, καλούμενος καὶ [[ἁλιεύς]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 5, 3., 9. 37, 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. Ι. 13. 5, Πλούτ. 2. 978Α. ΙΙΙ. τὸ κοῖλον [[μέρος]] τῆς ὁπλῆς τοῦ ἵππου, Γεωπ. 16. 1, 9· ἴδε χελιδὼν ΙΙΙ. IV. [[νόσημα]] τῆς γλώσσης, ἰδίως παρὰ τοῖς παιδίοις, καλούμενον λατινιστὶ rana, ranula, Ἀέτ. – Οἱ Γραμματικοὶ ἀναφέρουσιν ἱκανοὺς τύπους τῶν διαφόρων διαλέκτων: 1) Ἰων. [[βάθρακος]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἡροδ. (πιθ. 4. 131) ὑπὸ τοῦ Σχολ. Ἰλ. Δ. 243, Εὐστ. 1570. 18· Ἰων. [[ὡσαύτως]] βότραχος ἢ [[βρόταχος]] ἐκ τοῦ Ξενοφάνους ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ. 214. 42. 2) [[βράταχος]], Ἡσύχ.· [[ὅπερ]] πιθανῶς [[γραπτέον]] ἐν τῇ Βατρ. 294, Μάρκελλ. Σιδ. 21. 3) Κυπρ. βρούχετος, Ἡσύχ. 4) Φωκ. βριαγχόνη καὶ βρόαγχος, ὁ αὐτ. 5) Ποντικ. βάβακος, ὁ αὐτ.· - μεθ’ ἱκανῶν ἄλλων τύπων ἀνηκόντων εἰς ἀγνώστους διαλέκτους. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
[βᾰ], ὁ,
A frog, Batr.6,18,59, al., Hdt.4.131, etc.: prov., ὕδωρ πίνειν βάτραχος a very frog to drink, Aristopho10.3; βατράχοις οἰνοχοεῖν, of those who give what is not wanted, Pherecr.70.5; μέλει μοι τῶν τοιούτων ἧττον τῶν ἐν τοῖς τέλμασι β. Jul.Mis.358a; χλωρὸς β., of the tree-frog, Thphr.Sign.15. II = ἁλιεύς, a kind of fish, fishing-frog or sea-angler, Lophius piscatorius, Arist.GA749a23, Ael. NA13.5. III frog of a horse's hoof, Gp.16.1.9, Hippiatr.8: hence Astron., of the star β Centauri, Ptol.Alm.8.1. IV ἐσχάρας εἶδος, Hsch. V swelling under the tongue, Aët.8.39.—Dial. forms are cited by Gramm., 1 Ion. βάθρακος, cited from Hdt. (prob.4.131) by Sch.Il.4.243, Eust.1570.11, and found in PLond.1.124.31 (iv/v A. D.); Ion. also βότραχος Hp. ap. Gal.19, βρόταχος Xenoph.40 (as pr. n., GDI5577,5592). 2 βράταχος Hsch. (as pr. n., GDI5727d29). 3 Cypr. βρούχετος Hsch. 4 Phoc. βριαγχόνη Id. 5 Pontic βάβακος Id. Cf. βύρθακος, βρύτιχος.
German (Pape)
[Seite 439] ὁ, 1) Frosch, Plat. Theaet. 167 d u. sonst. – 2) ein Fisch, Meerfrosch, Arist. H.A. 1, 5. 2, 13; vgl. Ath. VII, 286 d. – 3) eine Zungenkrankheit, Medic. – 4) der hohle Theil am Pferdehuf, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
βάτραχος: [βᾰτρᾰ-], ὁ, τὸ γνωστὸν ζῷον, Βατρ. 6. 18, 59, κτλ., Ἡρόδ. 4. 131, κτλ.· - παροιμ., ὕδωρ πίνειν βάτραχος, «σωστὸς βάτραχος εἰς τὸ πίνειν», Ἀριστοφῶν Πυθ. 1. 3· βατράχοις οἰνοχοεῖν, ἐπὶ τῶν ταῦτα παρεχόντων, ὧν οὐ χρῄζουσι οἱ λαμβάνοντες, ὡς ὁ τοῦ Ὁρατίου Καλαβρὸς ξένος, Φερεκρ. Κορ. 4. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἐκ τῶν σελαχοειδῶν, Lophius piscatorius ἢ barbatus, καλούμενος καὶ ἁλιεύς, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 5, 3., 9. 37, 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. Ι. 13. 5, Πλούτ. 2. 978Α. ΙΙΙ. τὸ κοῖλον μέρος τῆς ὁπλῆς τοῦ ἵππου, Γεωπ. 16. 1, 9· ἴδε χελιδὼν ΙΙΙ. IV. νόσημα τῆς γλώσσης, ἰδίως παρὰ τοῖς παιδίοις, καλούμενον λατινιστὶ rana, ranula, Ἀέτ. – Οἱ Γραμματικοὶ ἀναφέρουσιν ἱκανοὺς τύπους τῶν διαφόρων διαλέκτων: 1) Ἰων. βάθρακος, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἡροδ. (πιθ. 4. 131) ὑπὸ τοῦ Σχολ. Ἰλ. Δ. 243, Εὐστ. 1570. 18· Ἰων. ὡσαύτως βότραχος ἢ βρόταχος ἐκ τοῦ Ξενοφάνους ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ. 214. 42. 2) βράταχος, Ἡσύχ.· ὅπερ πιθανῶς γραπτέον ἐν τῇ Βατρ. 294, Μάρκελλ. Σιδ. 21. 3) Κυπρ. βρούχετος, Ἡσύχ. 4) Φωκ. βριαγχόνη καὶ βρόαγχος, ὁ αὐτ. 5) Ποντικ. βάβακος, ὁ αὐτ.· - μεθ’ ἱκανῶν ἄλλων τύπων ἀνηκόντων εἰς ἀγνώστους διαλέκτους.