ὠμοβόειος: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
(6_4) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=w)mobo/eios | |Beta Code=w)mobo/eios | ||
|Definition=α, ον, Ion. ὠμο-βόεος, or ὠμο-βόϊνος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of raw, untanned ox-hide</b>, ἀσπίδας ὠμοβοΐνας <span class="bibl">Hdt.7.76</span>,<span class="bibl">79</span>; <b class="b3">γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια</b> (v.l. [[-βόϊνα]]) <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.7.22</span>; <b class="b3">δερμάτων ὠμοβοείων</b> (v.l. [[βοΐνων]]) ib.<span class="bibl">26</span>; <b class="b3">σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις</b> ib.<span class="bibl">7.3.32</span> codd.:—<b class="b3">ἡ ὠμοβοέη</b> (sc. <b class="b3">δορά</b>), <b class="b2">a raw ox-hide</b> (cf. [[λεοντέη]], etc.), <span class="bibl">Hdt.3.9</span>, <span class="bibl">4.65</span>: in later writers usu. in form ὠμο-βόϊνος, <span class="bibl">Str.15.1.42</span>, <span class="bibl">D.S.3.8</span>, etc.: acc. pl. <b class="b3">ὠμοβοεῖς</b> in <span class="title">AP</span>6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. <b class="b3">ὠμοβοεύς</b>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον... καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα</b> . . having set before me a slice <b class="b2">of raw beef</b>, and mixed me three cups <b class="b2">yet more raw than beef</b>, AP11.137 (Lucill.).</span> | |Definition=α, ον, Ion. ὠμο-βόεος, or ὠμο-βόϊνος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of raw, untanned ox-hide</b>, ἀσπίδας ὠμοβοΐνας <span class="bibl">Hdt.7.76</span>,<span class="bibl">79</span>; <b class="b3">γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια</b> (v.l. [[-βόϊνα]]) <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.7.22</span>; <b class="b3">δερμάτων ὠμοβοείων</b> (v.l. [[βοΐνων]]) ib.<span class="bibl">26</span>; <b class="b3">σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις</b> ib.<span class="bibl">7.3.32</span> codd.:—<b class="b3">ἡ ὠμοβοέη</b> (sc. <b class="b3">δορά</b>), <b class="b2">a raw ox-hide</b> (cf. [[λεοντέη]], etc.), <span class="bibl">Hdt.3.9</span>, <span class="bibl">4.65</span>: in later writers usu. in form ὠμο-βόϊνος, <span class="bibl">Str.15.1.42</span>, <span class="bibl">D.S.3.8</span>, etc.: acc. pl. <b class="b3">ὠμοβοεῖς</b> in <span class="title">AP</span>6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. <b class="b3">ὠμοβοεύς</b>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον... καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα</b> . . having set before me a slice <b class="b2">of raw beef</b>, and mixed me three cups <b class="b2">yet more raw than beef</b>, AP11.137 (Lucill.).</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὠμοβόειος''': -α, -ον, Ἰων. -βόεος, ἢ ὠμοβόϊνος, ἐξ ὠμοῦ δηλ. ἀκατεργάστου δέρματος βοοὸς πεποιημένος, ῥαψάμενος τῶν ὠμοβοέων Ἡρόδ. 3. 9· ἀσπίδας ὠμοβοΐνας, (ἓν Ἀντίγρ. ἔχει -βοείας) ὁ αὐτ. 7. 76, 79· γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (διαφ. γραφ. -βόϊνα) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22· δερμάτων ὠμοβοΐνων (διάφ. γραφ. -βοείων) [[αὐτόθι]] 26 σάλπιγξιν ὠμοβοΐνας [[αὐτόθι]] 7. 3, 16· ― ἡ ὠμοβοέη (ἐξυπακ. δορὰ), ἀκατέργαστον δέρμα βοὸς (πρβλ. [[λεοντέη]], κλπ.), Ἡρόδ. 3. 9, 4. 65. (Παρὰ τοὶς μεταγενεστέροις ἐπεκράτησεν ὁ [[τύπος]] -βόϊνος, [[οἷον]] παρὰ Στράβ. 704, Διοδ. 3. 8, κλπ.· ἡ αἰτ. πληθ. ὠμοβοεῖς ἐν Ἀνθ. Παλατ. 6. 21, ἐσχηματίσθη κατὰ πλημμελῆ [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. ὠμοβοεύς.) ΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 137, ὑπάρχει ἀστεία [[χρῆσις]], ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ [[τρία]] μοι κεράσας ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεις ἐπιγράμμασιν, ἀφ’ οὗ μοὶ παρέθηκας [[τεμάχιον]] ὠμοῦ βοείου κρέατος καὶ μοὶ ἐκεράσας [[τρία]] ποτήρια ὠμότερα τοῦ κρέατος, εὐθὺς κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
α, ον, Ion. ὠμο-βόεος, or ὠμο-βόϊνος,
A of raw, untanned ox-hide, ἀσπίδας ὠμοβοΐνας Hdt.7.76,79; γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (v.l. -βόϊνα) X.An.4.7.22; δερμάτων ὠμοβοείων (v.l. βοΐνων) ib.26; σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις ib.7.3.32 codd.:—ἡ ὠμοβοέη (sc. δορά), a raw ox-hide (cf. λεοντέη, etc.), Hdt.3.9, 4.65: in later writers usu. in form ὠμο-βόϊνος, Str.15.1.42, D.S.3.8, etc.: acc. pl. ὠμοβοεῖς in AP6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. ὠμοβοεύς. II ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον... καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα . . having set before me a slice of raw beef, and mixed me three cups yet more raw than beef, AP11.137 (Lucill.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοβόειος: -α, -ον, Ἰων. -βόεος, ἢ ὠμοβόϊνος, ἐξ ὠμοῦ δηλ. ἀκατεργάστου δέρματος βοοὸς πεποιημένος, ῥαψάμενος τῶν ὠμοβοέων Ἡρόδ. 3. 9· ἀσπίδας ὠμοβοΐνας, (ἓν Ἀντίγρ. ἔχει -βοείας) ὁ αὐτ. 7. 76, 79· γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (διαφ. γραφ. -βόϊνα) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22· δερμάτων ὠμοβοΐνων (διάφ. γραφ. -βοείων) αὐτόθι 26 σάλπιγξιν ὠμοβοΐνας αὐτόθι 7. 3, 16· ― ἡ ὠμοβοέη (ἐξυπακ. δορὰ), ἀκατέργαστον δέρμα βοὸς (πρβλ. λεοντέη, κλπ.), Ἡρόδ. 3. 9, 4. 65. (Παρὰ τοὶς μεταγενεστέροις ἐπεκράτησεν ὁ τύπος -βόϊνος, οἷον παρὰ Στράβ. 704, Διοδ. 3. 8, κλπ.· ἡ αἰτ. πληθ. ὠμοβοεῖς ἐν Ἀνθ. Παλατ. 6. 21, ἐσχηματίσθη κατὰ πλημμελῆ ὥσπερ ἐξ ὀνομ. ὠμοβοεύς.) ΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 137, ὑπάρχει ἀστεία χρῆσις, ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεις ἐπιγράμμασιν, ἀφ’ οὗ μοὶ παρέθηκας τεμάχιον ὠμοῦ βοείου κρέατος καὶ μοὶ ἐκεράσας τρία ποτήρια ὠμότερα τοῦ κρέατος, εὐθὺς κτλ.