διαίνω: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0579.png Seite 579]] (zunächst entstanden aus διανίω; vgl. [[δεύω]], [[διερός]]?), <b class="b2">benetzen</b>, Apoll. Lex. Hom. p. 58, 20<b class="b2"> διαίνειν</b>· βρέχειν. Homer. Iliad. 21, 202 δίαινε δέ μιν [[μέλαν]] [[ὕδωρ]]; 22, 495 κοτύλην τις τυτθὸν ἐπέσχεν, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν; 13, 30 von der Fahrt Poseidons über das Meer οὐδ' [[ὑπένερθε]] διαίνετο [[χάλκεος]] [[ἄξων]]. – Sp., wie Rufin. 6 (V, 60). – Bes. = <b class="b2">mit Thränen benetzen, beweinen</b>; [[πῆμα]] Aesch. Pers. 1038; ebenso med., absol., 258; [[ὄσσε]] 1064, [[ὄμμα]] Hel. Stob. fl. 100, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0579.png Seite 579]] (zunächst entstanden aus διανίω; vgl. [[δεύω]], [[διερός]]?), <b class="b2">benetzen</b>, Apoll. Lex. Hom. p. 58, 20<b class="b2"> διαίνειν</b>· βρέχειν. Homer. Iliad. 21, 202 δίαινε δέ μιν [[μέλαν]] [[ὕδωρ]]; 22, 495 κοτύλην τις τυτθὸν ἐπέσχεν, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν; 13, 30 von der Fahrt Poseidons über das Meer οὐδ' [[ὑπένερθε]] διαίνετο [[χάλκεος]] [[ἄξων]]. – Sp., wie Rufin. 6 (V, 60). – Bes. = <b class="b2">mit Thränen benetzen, beweinen</b>; [[πῆμα]] Aesch. Pers. 1038; ebenso med., absol., 258; [[ὄσσε]] 1064, [[ὄμμα]] Hel. Stob. fl. 100, 6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαίνω''': μέλλων διᾰνῶ, ἀόρ. ἐδίηνα (ἡ ἀρχὴ [[ἄγνωστος]]): - [[ὑγραίνω]], βρέχω, ὑπερῴην δ’ οὐκ ἐδίηνε Ἰλ. Χ. 495· ἐν τῷ παθ. διαίνετο... [[ἄξων]] Ν. 30· οἴνῳ διαίνων ἔντερ’ Ἀξιόνικ. ἐν Meinele Κωδ. Ἀποσπ. 5. 93. - Μέσ., διαίνεσθαι [[ὄσσε]], ὑγραίνομαι τοὺς ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1064· καὶ ἀπολ., [[κλαίω]], αὐτ. 258· - [[αὐτόθι]] 1038. 1039, ὁ Ξέρξης κράζει δίαινε, δίαινε [[πῆμα]], καὶ ὁ χορὸς ἀπαντᾷ διαίνομαι, [[ὅπερ]] δύναται νὰ σημαίνῃ μόνον (κατὰ τὸν Σχολ.): κλαῖε, κλαῖε διὰ τὸ [[δυστύχημα]]· - [[κλαίω]]. - Σπάνιον παρὰ πεζοῖς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Ἡλιόδ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 6, πρβλ. [[διαντικός]], -τός. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 5 August 2017
English (LSJ)
aor. ἐδίηνα,
A wet, moisten, ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε Il.22.495; ὄμμα διῆναι Heliod.Med(?).ap.Stob.4.36.8 (hex.); διαίνετο . . ἄξων Il. 13.30; οἴνῳ διαίνων ἔντερ' Axionic.8.3:—Med., διαίνεσθαι ὄσσε wet one's eyes, A.Pers.1064 (lyr.): and abs., weep, ib.258 (lyr.); δίαινε πῆμα. Ans. διαίνομαι weep for the woe—I weep, ib.1038 (lyr.), cf. Sch.ad loc., S.Fr.210.35.—Rare in Prose, Arist.Mete.387a28.
German (Pape)
[Seite 579] (zunächst entstanden aus διανίω; vgl. δεύω, διερός?), benetzen, Apoll. Lex. Hom. p. 58, 20 διαίνειν· βρέχειν. Homer. Iliad. 21, 202 δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ; 22, 495 κοτύλην τις τυτθὸν ἐπέσχεν, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν; 13, 30 von der Fahrt Poseidons über das Meer οὐδ' ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξων. – Sp., wie Rufin. 6 (V, 60). – Bes. = mit Thränen benetzen, beweinen; πῆμα Aesch. Pers. 1038; ebenso med., absol., 258; ὄσσε 1064, ὄμμα Hel. Stob. fl. 100, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαίνω: μέλλων διᾰνῶ, ἀόρ. ἐδίηνα (ἡ ἀρχὴ ἄγνωστος): - ὑγραίνω, βρέχω, ὑπερῴην δ’ οὐκ ἐδίηνε Ἰλ. Χ. 495· ἐν τῷ παθ. διαίνετο... ἄξων Ν. 30· οἴνῳ διαίνων ἔντερ’ Ἀξιόνικ. ἐν Meinele Κωδ. Ἀποσπ. 5. 93. - Μέσ., διαίνεσθαι ὄσσε, ὑγραίνομαι τοὺς ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1064· καὶ ἀπολ., κλαίω, αὐτ. 258· - αὐτόθι 1038. 1039, ὁ Ξέρξης κράζει δίαινε, δίαινε πῆμα, καὶ ὁ χορὸς ἀπαντᾷ διαίνομαι, ὅπερ δύναται νὰ σημαίνῃ μόνον (κατὰ τὸν Σχολ.): κλαῖε, κλαῖε διὰ τὸ δυστύχημα· - κλαίω. - Σπάνιον παρὰ πεζοῖς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Ἡλιόδ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 6, πρβλ. διαντικός, -τός.