διαδικάζω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] einen Proceß als Richter entscheiden; absol., Andoc. 1, 28; Plat. Rep. X, 614 c; τὰς κρίσεις Legg. IX, 876 b; Xen. Ath. 3, 4; vgl. Plat. Legg. VI, 764 b, [[μέχρι]] ἑκατὸν δραχμῶν, erkennen auf eine Geldstrafe. – Med., sich einen Proceß entscheiden lassen, d. h. ihn führen, [[περί]] τινος, Plat. Legg. XI, 926 d; Conv. 175 e; Din. 2, 1, τινί; öfter Dem.; sich richten lassen, Plat. Phaedr. 113 d; Xen. Hell. 5, 3, 10; – D. L. 1, 74 braucht διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] einen Proceß als Richter entscheiden; absol., Andoc. 1, 28; Plat. Rep. X, 614 c; τὰς κρίσεις Legg. IX, 876 b; Xen. Ath. 3, 4; vgl. Plat. Legg. VI, 764 b, [[μέχρι]] ἑκατὸν δραχμῶν, erkennen auf eine Geldstrafe. – Med., sich einen Proceß entscheiden lassen, d. h. ihn führen, [[περί]] τινος, Plat. Legg. XI, 926 d; Conv. 175 e; Din. 2, 1, τινί; öfter Dem.; sich richten lassen, Plat. Phaedr. 113 d; Xen. Hell. 5, 3, 10; – D. L. 1, 74 braucht διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι.
}}
{{ls
|lstext='''διαδῐκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐκφέρω]] κρίσιν ἔν τινι ὑποθέσει ὡς [[δικαστής]], Ἀνδοκ. 4. 42, Πλάτ. Πολ. 614C· - μετ’ αἰτιατ. πράγμ., [[συμβιβάζω]], Ξεν. Ἀθην. 3, 4· διεδίκαξαν δίκας (Βοιωτ.) Keil Ἐπιγρ. IV β. 10· τὰς ἀμφισβητήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 385· πρβλ. [[διαδικασία]]. 2) Μέσ., [[ὑπάγω]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], διαφιλονικῶ δικαστικῶς, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Δείναρχ. 105. 5, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ, νὰ τακτοποιήσωμεν τὴν ὑπόθεσιν διὰ φιλικῆς διαιτησίας, Δημ. 864. 8. β) ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]], [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτὸν εἰς δίκην, Πλάτ. Φαίδωνι 107D, 113D. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 10 - ὁ παθητ. ἀόρ. διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι ἀπαντᾷ παρὰ Διογ. Λ. 1. 74, Δίωνι Κ. 48. 12. ΙΙ. = δι’ ὅλου τοῦ ἔτους [[δικάζω]] Κριτίας 62. ([[Πολυδ]]. Η, 25).
}}
}}

Revision as of 10:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδῐκάζω Medium diacritics: διαδικάζω Low diacritics: διαδικάζω Capitals: ΔΙΑΔΙΚΑΖΩ
Transliteration A: diadikázō Transliteration B: diadikazō Transliteration C: diadikazo Beta Code: diadika/zw

English (LSJ)

   A give judgement, And.1.28, Pl.R.614c, Lg.916b (Pass.); χορηγοῖς, ἀρχὰς δ., X.Ath.3.4; διεδίκαξαν δίκας IG7.21 (Megara); τὰς ἀμφισβητήσεις τισί Arist.Ath.57.2: c. gen., δ. ἀστρατείας X.Ath.3.5 (prob. l.).    2 hold inquiry, esp. at Athens, of naval matters, δ. εἴ τις τὴν ναῦν μὴ ἐπισκευάζει X.Ath.3.4; ἀριθμὸς τριήρων καὶ σκευῶν τῶν -δεδικασμένων IG2.795f60.    3 Med., go to law, dispute, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Din.2.1; ταῦτα διαδικασόμεθα περὶ τῆς σοφίας Pl.Smp.175e, etc.; διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ to settle by friendly arbitration, D.30.2; Διαδικαζόμενοι, title of play by Dioxippus, Suid., cf. IG2.975 iii 21, BGU19i4(ii A. D.).    b submit oneself to trial, Pl.Phd. 107d, 113d, X.HG5.3.10: later, aor. Pass. διαδικασθῆναι, = διαδικάσασθαι, D.L.1.74, D.C.48.12.    II = διὰ ὅλου τοῦ ἔτους δικάζω, Critias Fr.71 D.

German (Pape)

[Seite 576] einen Proceß als Richter entscheiden; absol., Andoc. 1, 28; Plat. Rep. X, 614 c; τὰς κρίσεις Legg. IX, 876 b; Xen. Ath. 3, 4; vgl. Plat. Legg. VI, 764 b, μέχρι ἑκατὸν δραχμῶν, erkennen auf eine Geldstrafe. – Med., sich einen Proceß entscheiden lassen, d. h. ihn führen, περί τινος, Plat. Legg. XI, 926 d; Conv. 175 e; Din. 2, 1, τινί; öfter Dem.; sich richten lassen, Plat. Phaedr. 113 d; Xen. Hell. 5, 3, 10; – D. L. 1, 74 braucht διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι.

Greek (Liddell-Scott)

διαδῐκάζω: μέλλ. -άσω, ἐκφέρω κρίσιν ἔν τινι ὑποθέσει ὡς δικαστής, Ἀνδοκ. 4. 42, Πλάτ. Πολ. 614C· - μετ’ αἰτιατ. πράγμ., συμβιβάζω, Ξεν. Ἀθην. 3, 4· διεδίκαξαν δίκας (Βοιωτ.) Keil Ἐπιγρ. IV β. 10· τὰς ἀμφισβητήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 385· πρβλ. διαδικασία. 2) Μέσ., ὑπάγω εἰς τὸ δικαστήριον, διαφιλονικῶ δικαστικῶς, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Δείναρχ. 105. 5, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ, νὰ τακτοποιήσωμεν τὴν ὑπόθεσιν διὰ φιλικῆς διαιτησίας, Δημ. 864. 8. β) ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, ὑποβάλλω ἐμαυτὸν εἰς δίκην, Πλάτ. Φαίδωνι 107D, 113D. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 10 - ὁ παθητ. ἀόρ. διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι ἀπαντᾷ παρὰ Διογ. Λ. 1. 74, Δίωνι Κ. 48. 12. ΙΙ. = δι’ ὅλου τοῦ ἔτους δικάζω Κριτίας 62. (Πολυδ. Η, 25).