τιμώρημα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(13_5)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] τό, 1) Hülfe, <b class="b2">Beistand</b>, τινός, der Einem geleistet wird; auch τὰ Μενελέῳ τιμωρήματα, der dem Menelaos geleistete Beistand, Her. 7, 169. – 2) Rache, <b class="b2">Strafe</b>, Züchtigung, διπλᾶ ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὄφλοντι Plat. Legg. IX, 866 b; τὸ Κορινθίων τ. εἰς Σαμίους Plut. de Her. mal. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] τό, 1) Hülfe, <b class="b2">Beistand</b>, τινός, der Einem geleistet wird; auch τὰ Μενελέῳ τιμωρήματα, der dem Menelaos geleistete Beistand, Her. 7, 169. – 2) Rache, <b class="b2">Strafe</b>, Züchtigung, διπλᾶ ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὄφλοντι Plat. Legg. IX, 866 b; τὸ Κορινθίων τ. εἰς Σαμίους Plut. de Her. mal. 22.
}}
{{ls
|lstext='''τῑμώρημα''': τό, [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], [[συνδρομή]], [[μετὰ]] δοτικ., τὰ Μενέλεῳ τιμωρήματα, [[βοήθεια]] δοθεῖσα εἰς αὐτόν, Ἡρόδ. 7. 169. ΙΙ. [[πρᾶξις]] ἐκδικήσεως, τ. τινος εἴς τινα, [[ἐκδίκησις]] ἣν λαμβάνει τις [[παρά]] τινος, Πλούτ. 2. 860A. 2) [[ποινή]], [[τιμωρία]], διπλᾶ... ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὀφλόντι Πλάτ. Νόμ. 866B, πρβλ. Πολ. 363E.
}}
}}

Revision as of 10:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμώρημα Medium diacritics: τιμώρημα Low diacritics: τιμώρημα Capitals: ΤΙΜΩΡΗΜΑ
Transliteration A: timṓrēma Transliteration B: timōrēma Transliteration C: timorima Beta Code: timw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of vengeance, τ. Κορινθίων εἰς Σαμίους Plu.2.860a.    2 penalty, διπλᾶ . . ἔστω τὰ τ. τῷ ὀφλόντι Pl.Lg.866b, cf. R.363e.    II aid, succour, τὰ Μενέλεω τιμωρήματα succour given to him, Hdt.7.169 (Μενέλεῳ Wesseling).

German (Pape)

[Seite 1116] τό, 1) Hülfe, Beistand, τινός, der Einem geleistet wird; auch τὰ Μενελέῳ τιμωρήματα, der dem Menelaos geleistete Beistand, Her. 7, 169. – 2) Rache, Strafe, Züchtigung, διπλᾶ ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὄφλοντι Plat. Legg. IX, 866 b; τὸ Κορινθίων τ. εἰς Σαμίους Plut. de Her. mal. 22.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμώρημα: τό, βοήθεια, ἐπικουρία, συνδρομή, μετὰ δοτικ., τὰ Μενέλεῳ τιμωρήματα, βοήθεια δοθεῖσα εἰς αὐτόν, Ἡρόδ. 7. 169. ΙΙ. πρᾶξις ἐκδικήσεως, τ. τινος εἴς τινα, ἐκδίκησις ἣν λαμβάνει τις παρά τινος, Πλούτ. 2. 860A. 2) ποινή, τιμωρία, διπλᾶ... ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὀφλόντι Πλάτ. Νόμ. 866B, πρβλ. Πολ. 363E.