κακύνω: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(13_5) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] schlecht machen, verderben, Sp. – Pass. schlecht werden, sich schlecht zeigen; [[οὔκουν]] κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βο υλεύμασι Eur. Hec. 251; τρόπον ὃν κακύνοιτο Plat. Tim. 42 c; von Soldaten, im Ggstz des τὸ [[δέον]] ποιεῖν, Xen. Cyr. 6, 3, 27. Auch = elend sein, Eur. Hipp. 686. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] schlecht machen, verderben, Sp. – Pass. schlecht werden, sich schlecht zeigen; [[οὔκουν]] κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βο υλεύμασι Eur. Hec. 251; τρόπον ὃν κακύνοιτο Plat. Tim. 42 c; von Soldaten, im Ggstz des τὸ [[δέον]] ποιεῖν, Xen. Cyr. 6, 3, 27. Auch = elend sein, Eur. Hipp. 686. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κακύνω''': [[βλάπτω]], [[φθείρω]], Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) [[πλείω]] ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 5 August 2017
English (LSJ)
A damage, in prcv., κ. τὸν πηλόν· τὸν ἄξιον ὕβρεως ὑβρίζειν, Suid.; τὰς τύχας Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).105:—Pass., turn bad, Thphr.Od.56. 2 in moral sense, corrupt, Com.Adesp. 138:—usu. in Pass., to be corrupted, D.C.60.2: esp. become bad, E. Hec.251, Pl.Ti.42c; of soldiers, show cowardice, v.l. for μαλακύνω, X.Cyr.6.3.27. 3 Pass. also, to be reproached, E.Hipp.686.
German (Pape)
[Seite 1305] schlecht machen, verderben, Sp. – Pass. schlecht werden, sich schlecht zeigen; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βο υλεύμασι Eur. Hec. 251; τρόπον ὃν κακύνοιτο Plat. Tim. 42 c; von Soldaten, im Ggstz des τὸ δέον ποιεῖν, Xen. Cyr. 6, 3, 27. Auch = elend sein, Eur. Hipp. 686.
Greek (Liddell-Scott)
κακύνω: βλάπτω, φθείρω, Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) πλείω ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686.