μιστύλλω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(13_6a) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0192.png Seite 192]] zerstückeln, das Fleisch in Stücke zerschneiden, bei Hom. immer von dem Fleisch, welches gebraten werden soll, μίστυλλόν τ' ἄρα τἄλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, Il. 1, 465 u. öfter; Clidem. bei Ath. XIV, 660 a u. sp. D. Auch hiervon wird die andere Schreibung μυστίλλω erwähnt (s. die Vorigen). Gewöhnlich führt man es auf μιω, = [[μινύθω]], zurück. Verwandt ist wohl [[μίτυλος]], [[μύτιλος]], mutilus. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0192.png Seite 192]] zerstückeln, das Fleisch in Stücke zerschneiden, bei Hom. immer von dem Fleisch, welches gebraten werden soll, μίστυλλόν τ' ἄρα τἄλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, Il. 1, 465 u. öfter; Clidem. bei Ath. XIV, 660 a u. sp. D. Auch hiervon wird die andere Schreibung μυστίλλω erwähnt (s. die Vorigen). Gewöhnlich führt man es auf μιω, = [[μινύθω]], zurück. Verwandt ist wohl [[μίτυλος]], [[μύτιλος]], mutilus. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μιστύλλω''': [[κατακόπτω]], [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς τομῆς τοῦ κρέατος εἰς τεμάχια πρὸ τῆς ὀπτήσεως [[μίστυλλον]] τ’ ἄρα [[τἆλλα]] καὶ ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, πρβλ. Ι. 210, κτλ.· εὗσέ τε μίστυλλέν τε Ὀδ. Ξ. 75· γ΄ πληθ. ἐνεστ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 782· μετοχ. ἐνεστ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 660Α: ἀόρ. α΄ ἐμίστῡλα Σιμων. Ἀμοργ. 22· μετοχ. θηλ. μιστύλασα Λυκόφρ. 154· μέσ. ἐμιστύλαντο [ῡ] Νόνν. Δ. 21. 15. - Πρβλ. δια-[[μιστύλλω]], [[μυστιλάομαι]]. Συγγενὲς [[ἴσως]] ταῖς λέξ. [[μίτυλος]], [[μύτιλος]], [[Μυτιλήνη]], Λατ. mutilus). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:42, 5 August 2017
English (LSJ)
A cut up, in Hom. always of cutting up meat before roasting, μίστυλλόν τ' ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν Il.1.465, cf. 9.210, al.; εὗσέ τε μίστυλλέν τε Od.14.75; μιστύλλουσι δρόμον Φαεθοντίδος αἴγλης, metaph., of a sun-dial, AP9.782 (Paul.Sil.): pres. part., Ar.Fr.409, Clidem.17: aor. 1 ἐμίστῡλα Semon.24: part. fem. μιστύλασα Lyc.154: Med. ἐμιστύλαντο [ῡ] Nonn.D.21.115.
German (Pape)
[Seite 192] zerstückeln, das Fleisch in Stücke zerschneiden, bei Hom. immer von dem Fleisch, welches gebraten werden soll, μίστυλλόν τ' ἄρα τἄλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, Il. 1, 465 u. öfter; Clidem. bei Ath. XIV, 660 a u. sp. D. Auch hiervon wird die andere Schreibung μυστίλλω erwähnt (s. die Vorigen). Gewöhnlich führt man es auf μιω, = μινύθω, zurück. Verwandt ist wohl μίτυλος, μύτιλος, mutilus.
Greek (Liddell-Scott)
μιστύλλω: κατακόπτω, κόπτω εἰς τεμάχια, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς τομῆς τοῦ κρέατος εἰς τεμάχια πρὸ τῆς ὀπτήσεως μίστυλλον τ’ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, πρβλ. Ι. 210, κτλ.· εὗσέ τε μίστυλλέν τε Ὀδ. Ξ. 75· γ΄ πληθ. ἐνεστ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 782· μετοχ. ἐνεστ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 660Α: ἀόρ. α΄ ἐμίστῡλα Σιμων. Ἀμοργ. 22· μετοχ. θηλ. μιστύλασα Λυκόφρ. 154· μέσ. ἐμιστύλαντο [ῡ] Νόνν. Δ. 21. 15. - Πρβλ. δια-μιστύλλω, μυστιλάομαι. Συγγενὲς ἴσως ταῖς λέξ. μίτυλος, μύτιλος, Μυτιλήνη, Λατ. mutilus).