αὔληρα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] τά, dor., Epicharm. in VLL., = [[εὔληρα]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] τά, dor., Epicharm. in VLL., = [[εὔληρα]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αὔληρα''': τά, Δωρ. [[ἀντί]] [[εὔληρα]]· - «τά [[ἡνία]], τοὺς ἱμάντας... παρὰ δὲ Ἐπιχάρμω [[αὔληρα]] εἴρηται» Ἐτυμ. Μ. 393. 5· «αὔληρον: ἱμὰς ἤ [[σχοινίον]], [[ὅπερ]] Ἴωνες εὔληρον» Α. Β. 464. 2. (Πιθ. [[ἀντί]] ἄϝληρα· ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει τὸν τύπον ἄβληρα (ἀβληρά Schmidt). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:46, 5 August 2017
English (LSJ)
(i.e. ἄϝληρα, cf. ἄβληρα), τά, Dor. for εὔληρα (q.v.), Epich. 178: sg. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 393] τά, dor., Epicharm. in VLL., = εὔληρα.
Greek (Liddell-Scott)
αὔληρα: τά, Δωρ. ἀντί εὔληρα· - «τά ἡνία, τοὺς ἱμάντας... παρὰ δὲ Ἐπιχάρμω αὔληρα εἴρηται» Ἐτυμ. Μ. 393. 5· «αὔληρον: ἱμὰς ἤ σχοινίον, ὅπερ Ἴωνες εὔληρον» Α. Β. 464. 2. (Πιθ. ἀντί ἄϝληρα· ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει τὸν τύπον ἄβληρα (ἀβληρά Schmidt).