πεισμονή: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
(a) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] ἡ, = [[πεῖσμα]] 3, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] ἡ, = [[πεῖσμα]] 3, N. T. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πεισμονή''': ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, [[κατάπεισις]], Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ [[ἰδιότης]] καλῳδίου, [[ἐπιμονή]], [[ἐμμονή]], Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = [[πεισματικός]], ἤ, ὅν, = [[πεισματικός]], Πονημάτ. 24. 66, 25. 28. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:48, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A persuasion, Ep.Gal.5.7, cf. PMag.Par.2.274, PLond.5.1674.36 (vi A. D.). 2 confidence, ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη π. A.D.Synt.299.17. II quality of a cable, pertinacity, Eust.28.24, 741.8, etc.
German (Pape)
[Seite 547] ἡ, = πεῖσμα 3, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
πεισμονή: ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, κατάπεισις, Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ ἰδιότης καλῳδίου, ἐπιμονή, ἐμμονή, Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = πεισματικός, ἤ, ὅν, = πεισματικός, Πονημάτ. 24. 66, 25. 28.