γεννητικός: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0483.png Seite 483]] zum Erzeugen gehörig, geschickt, Hippocr., Arist. H. A. 5, 14 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0483.png Seite 483]] zum Erzeugen gehörig, geschickt, Hippocr., Arist. H. A. 5, 14 u. öfter. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γεννητικός''': -ή, -όν, γεννῶν, παραγωγός, παράγων, ἡ πράξις ἡ γ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 2, 2·― μ. γεν., γεννῶν ἢ παράγων..., Ἱππ. 404. 47, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9.― Ἐπίρρ.–κῶς, διὰ γεννήσεως, Ἐκκλ. 2) ἐπὶ ζῴων, ἱκανὸς νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 3, π. Ψυχ. 3. 9, 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A generative, productive, ἡ πρᾶξις ἡ γ. Arist.HA539b21; ψυχὴ γ. Id.de An.416b25: c. gen., generative or productive of... τινός Epicur.Ep.1p.11U., Arist.GA726b21, etc.; ὕλην σπέρματος -κήν Epicur.Nat.Herc.908.1. 2 of men or animals, able to procreate, Arist.HA544b26, de An.432b24.
German (Pape)
[Seite 483] zum Erzeugen gehörig, geschickt, Hippocr., Arist. H. A. 5, 14 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γεννητικός: -ή, -όν, γεννῶν, παραγωγός, παράγων, ἡ πράξις ἡ γ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 2, 2·― μ. γεν., γεννῶν ἢ παράγων..., Ἱππ. 404. 47, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9.― Ἐπίρρ.–κῶς, διὰ γεννήσεως, Ἐκκλ. 2) ἐπὶ ζῴων, ἱκανὸς νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 3, π. Ψυχ. 3. 9, 6.