διακόσμησις: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(13_2)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0583.png Seite 583]] ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ [[σύνταξις]] Tim. 24 c; [[πόλεων]] καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0583.png Seite 583]] ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ [[σύνταξις]] Tim. 24 c; [[πόλεων]] καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.
}}
{{ls
|lstext='''διακόσμησις''': -εως, ἡ, ἡ τακτοποίησις, [[κατάταξις]], διαρρύθμισις, οἰκήσεων Πλάτ. Συμπ. 209Α· τῶν νόμων ὁ αὐτ. Νόμ. 853Α· - ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει ὡς φιλοσοφ. ὅρος παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις καὶ ἄλλοις περὶ τῆς ἐρρύθμου καὶ ἁρμονικῆς διατάξεως τοῦ σύμπαντος, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 13, Πλούτ. Περικλ. 4, Διόδ. 12, 20· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[χρησμοσύνη]].
}}
}}

Revision as of 10:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακόσμησις Medium diacritics: διακόσμησις Low diacritics: διακόσμησις Capitals: ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΙΣ
Transliteration A: diakósmēsis Transliteration B: diakosmēsis Transliteration C: diakosmisis Beta Code: diako/smhsis

English (LSJ)

(hyperdor. διακόσμ-ᾱσις Ocell.1.8), εως, ἡ,

   A setting in order, regulation, ἡ περί τι δ. Pl.Smp.209a; τῶν νόμων Id.Lg.853a; θρίαμβου Plb.2.31.6, cf. Phld.Oec.p.35J., Corn.ND17, al.; τοῦ πόλου OGI56.46 (iii B.C.).    2 the orderly arrangement of the Univcrse, esp. in the Pythagorean system, Arist.Metaph.986a6, Plu.Per.4, D.S.12.20, S.E.M.9.27, Porph.Antr.6, etc.    3 Stoic t. t., of the new order after ἐκπύρωσις, Zeno Stoic.1.28, etc.    4 order, class of beings, Procl.Inst.144, Dam.Pr.301, al.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ σύνταξις Tim. 24 c; πόλεων καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακόσμησις: -εως, ἡ, ἡ τακτοποίησις, κατάταξις, διαρρύθμισις, οἰκήσεων Πλάτ. Συμπ. 209Α· τῶν νόμων ὁ αὐτ. Νόμ. 853Α· - ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει ὡς φιλοσοφ. ὅρος παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις καὶ ἄλλοις περὶ τῆς ἐρρύθμου καὶ ἁρμονικῆς διατάξεως τοῦ σύμπαντος, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 13, Πλούτ. Περικλ. 4, Διόδ. 12, 20· πρβλ. ὡσαύτως χρησμοσύνη.