παρήμερος: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(c2) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] 1) einen Tag um den andern, Poll. 1, 65. – 2) an jedem Tage stattfindend, Pind. Ol. 1, 99 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] 1) einen Tag um den andern, Poll. 1, 65. – 2) an jedem Tage stattfindend, Pind. Ol. 1, 99 u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρήμερος''': Δωρ. παρᾱμ-, ον, ὁ ἐρχόμενος ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, καθημερινός, ἐσλὸν Πινδ. Ο. 1. 160. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶσαν δευτέραν ἡμέραν γιγνόμενος, ὡς τὸ [[ἑτερήμερος]], [[Πολυδ]]. Α΄, 65. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 373, Γ. Ν. Χατζιδάκι Αἱ δύο μέθοδοι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 373. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:01, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. παρᾱμ-, ον,
A coming day by day, daily, ἐσλόν Pi.O.1.99. II every other day, Poll.1.65 cod. B.
German (Pape)
[Seite 521] 1) einen Tag um den andern, Poll. 1, 65. – 2) an jedem Tage stattfindend, Pind. Ol. 1, 99 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρήμερος: Δωρ. παρᾱμ-, ον, ὁ ἐρχόμενος ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, καθημερινός, ἐσλὸν Πινδ. Ο. 1. 160. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶσαν δευτέραν ἡμέραν γιγνόμενος, ὡς τὸ ἑτερήμερος, Πολυδ. Α΄, 65. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 373, Γ. Ν. Χατζιδάκι Αἱ δύο μέθοδοι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 373.