φαιδυντής: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(12) |
(6_14) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=faidunth/s | |Beta Code=faidunth/s | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[φαιδρυντής]].</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[φαιδρυντής]].</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φαιδυντής''': ὁ, (= [[φαιδρυντής]], Παυσ. 5. 14, 5), φαιδυντὴς τοῖν θεοῖν. φαιδυν. Διὸς ἐκ Πείσης. φαιδ. Διὸς Ὀλυμπίου ἐν ἄστει. Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA, III. 5, 283, 291. ― Ἡ λέξ. ἐσχηματίσθη [[ἴσως]] ὄχι κατὰ τραυλισμόν, ἀλλ’ ὡς ἔκ τινος ποτὲ ἐν χρήσει ῥήματος, φαιδύνω, τοῦ ἐκ τῆς ῥίζης φαιδ, καθὰ καὶ τὰ [[φαίδιμος]], [[φαιδιμόεις]], Φαίδων, Φαιδώνδας. Ἄλλη δὲ [[παράλληλος]] σειρὰ λέξεων διὰ τοῦ ῥῶ [[εἶναι]] ἡ· [[φαιδρός]], Φαῖδρος, [[φαιδρότης]], [[φαιδροείμων]], [[φαιδρόνους]], φαιδρόω, Φαίδρα, Φαιδρίας, Φαιδριάδες (πέτραι), [[φαιδρύνω]], [[φαιδρυντής]], [[φαιδρύντρια]], φαίδρυ(σ)μα, [[φαιδρωπός]], Συναγωγὴ Λέξεων Ἀθησ. Κουμανούδη. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:01, 5 August 2017
English (LSJ)
A v. φαιδρυντής.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδυντής: ὁ, (= φαιδρυντής, Παυσ. 5. 14, 5), φαιδυντὴς τοῖν θεοῖν. φαιδυν. Διὸς ἐκ Πείσης. φαιδ. Διὸς Ὀλυμπίου ἐν ἄστει. Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA, III. 5, 283, 291. ― Ἡ λέξ. ἐσχηματίσθη ἴσως ὄχι κατὰ τραυλισμόν, ἀλλ’ ὡς ἔκ τινος ποτὲ ἐν χρήσει ῥήματος, φαιδύνω, τοῦ ἐκ τῆς ῥίζης φαιδ, καθὰ καὶ τὰ φαίδιμος, φαιδιμόεις, Φαίδων, Φαιδώνδας. Ἄλλη δὲ παράλληλος σειρὰ λέξεων διὰ τοῦ ῥῶ εἶναι ἡ· φαιδρός, Φαῖδρος, φαιδρότης, φαιδροείμων, φαιδρόνους, φαιδρόω, Φαίδρα, Φαιδρίας, Φαιδριάδες (πέτραι), φαιδρύνω, φαιδρυντής, φαιδρύντρια, φαίδρυ(σ)μα, φαιδρωπός, Συναγωγὴ Λέξεων Ἀθησ. Κουμανούδη.