ἀθροίζω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(13_7_1) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0047.png Seite 47]] ([[ἀθρόος]]), versammeln: bes. vom Kriegsheer u. Volksversammlungen, λαόν Soph. O. R. 144; ἤθροιστο Aesch. Pers. 406; Eur. oft, z. B. [[στράτευμα]] Hel. 50; λαόν Or. 871; Ἑλλάδα 647; πολλὴν ἀσπίδα Phoen. 78; übertr. λόγων [[περιπλοκάς]], künstlich Wortgeflecht hausen, u. πνεῦμ' ἄθροισον, schöpfe Athem, 498. 858; ἠθροίκει Xen. Hell. 1, 1, 32. In Prosa, bes. im pass., versammelt werden und sich versammeln, στρατιὰ ἀθροίζεται Isocr. 4, 185; Thuc.; Xen. ἠθροίσθησαν καὶ ἀντεπετάξαντο Hell. 3, 4, 22; ἠθροισμένοι 6, 5, 8; med. ἀθροίσασθαι τὴν δὐναμιν Cyr. 3, 1, 19; übertr. [[φόβος]] ἤθροισται 5, 2, 34; auch vom Geiste: sich sammeln, sich zusammennehmen, Plat. Phaed. 67 c 83 a, durch die hinzugefügten verba συναγείρεσθαι u. συλλέγεσθαι als ungewöhnliche Wendung bezeichnet. [Die Form ἁθροίζω, von den Alten als att. etwähnt, ist nur in einzelnen Stellen von einigen Herausgebern aufgenommen, ἀθροΐζω findet sich einzeln bei Sp. D., z. B. Eugen. (Plan. 308)]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0047.png Seite 47]] ([[ἀθρόος]]), versammeln: bes. vom Kriegsheer u. Volksversammlungen, λαόν Soph. O. R. 144; ἤθροιστο Aesch. Pers. 406; Eur. oft, z. B. [[στράτευμα]] Hel. 50; λαόν Or. 871; Ἑλλάδα 647; πολλὴν ἀσπίδα Phoen. 78; übertr. λόγων [[περιπλοκάς]], künstlich Wortgeflecht hausen, u. πνεῦμ' ἄθροισον, schöpfe Athem, 498. 858; ἠθροίκει Xen. Hell. 1, 1, 32. In Prosa, bes. im pass., versammelt werden und sich versammeln, στρατιὰ ἀθροίζεται Isocr. 4, 185; Thuc.; Xen. ἠθροίσθησαν καὶ ἀντεπετάξαντο Hell. 3, 4, 22; ἠθροισμένοι 6, 5, 8; med. ἀθροίσασθαι τὴν δὐναμιν Cyr. 3, 1, 19; übertr. [[φόβος]] ἤθροισται 5, 2, 34; auch vom Geiste: sich sammeln, sich zusammennehmen, Plat. Phaed. 67 c 83 a, durch die hinzugefügten verba συναγείρεσθαι u. συλλέγεσθαι als ungewöhnliche Wendung bezeichnet. [Die Form ἁθροίζω, von den Alten als att. etwähnt, ist nur in einzelnen Stellen von einigen Herausgebern aufgenommen, ἀθροΐζω findet sich einzeln bei Sp. D., z. B. Eugen. (Plan. 308)]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀθροίζω''': ἢ ἁθροίζω, (Ἐλμσλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 122.): μέλλ. -σω: ἀόρ. ἤθροισα, Εὐρ., κτλ.: ― Παθ. ἀόρ. ἠθροίσθην: πρκμ. ἤθροισμαι: ὑπερσ. ἤθροιστο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 414· ὁ [[τετρασύλλαβος]] [[τύπος]] ἀθροΐζω, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρχιλ. 104, Ἀνθ. Πλαν. 308, διωρθώθη δὲ καὶ ὑπὸ Δινδ. ἐν τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 267, Ἀριστοφ. Ὀρ. 253: ([[ἀθρόος]] ἢ ἁθρόος). Ἀθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συλλέγω]], ἰδίως [[συνάγω]] στρατόν: ― ἀθρ. λαόν, [[στράτευμα]], δύναμιν, κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 144, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 1, κτλ.· Τροίαν ἀθρ. = ἀθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τοὺς Τρῶας, Εὐρ. Ἑκ. 1139· [[πνεῦμα]] ἄθροισον, συνάγαγε πνοήν, ἀναπνοήν, ὁ αὐτ. Φοίν. 851· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Γεν. Ζῴων 2. 4, 5· περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας, συνείρας, ἀραδιάσας, Εὐρ. Φοίν. 495· ― ἀπολ. [[θησαυρίζω]], ἀποτίθεμαι, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 20· ― Μέσ. [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτὸν ἢ περὶ ἐμαυτόν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19: ― Παθ. συναθροίζομαι, συμπυκνοῦμαι ἐπὶ τὸ αὐτό, [[εὖτε]] πρὸς ἄεθλα [[δῆμος]] ἠθροΐζετο, Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. 60· ἐς τὴν ἀγορὰν ἀθρ., Ἡρόδ. 5. 101· ἀθροισθέντες = συναγερθέντες, συνελθόντες, συνῆλθον, Θουκ. 1. 50· τὸ δὲ… ξύμπαν ἠθροίσθη [[δισχίλιοι]], ἀλλὰ τὸ ὅλον ἀνήρχετο εἰς 2,000, ὁ αὐτ. 5. 6· [[ἐνταῦθα]] ἠθροίζοντο = [[ἐνταῦθα]] συνήρχοντο ἐν πλήθει, ὁ αὐτ. 6. 44, κτλ.· = [[σχηματίζω]] ἑταιρείαν, κοινωνίαν, Πλάτ. Πρωτ. 322Β· ἀθροισθέντες = ἀφοῦ ἐσχημάτισαν μερίδα, Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, περὶ πολλῶν ἀθροισθέντων, ληφθέντων ἐν συνόλῳ, (πρβλ. [[ἄθροισμα]] 2.). Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. 2) κατὰ παθ. [[ὡσαύτως]] περὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς διανοίας, ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτὸν = συνέρχεσθαι, Πλάτ. Φαίδων 83Α, πρβλ. 67C· [[φόβος]] ἤθροισται = [[φόβος]] ἔχει αὐξηθῆ ἢ ἐγερθῆ, ἔγεινεν [[ἰσχυρός]], Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 5 August 2017
English (LSJ)
Att. ἁθροίζω; aor.
A ἤθροισα E.Ph.495, etc.: pf. ἤθροικα Plu. Caes.20:—Pass., aor. ἠθροίσθην: pf.ἤθροισμαι: plpf. ἤθροιστο A.Pers. 414:—quadrisyll. ἀθροΐζω Archil.60,104, APl.4.308 (Eugen.); prob. in E.IA267 (lyr.), Ar.Av.253: (ἀθρόος):—gather together, collect, muster, ἀ. λαόν, etc., S.OT144, etc.; τὸ βαρβαρικὸν καὶ τὸ Ἑλληνικόν X. An.1.2.1; Τροίαν ἀ. gather the Trojans together, E Hec.1139; πνεῦμ' ἄθροισον collect breath, Id.Ph.851, cf. Arist.GA738b7; περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας having strung together, E.Ph.495: abs., hoard treasure, Arist.Pol.1314b10:—Med., gather for oneself, collect round one, E. Heracl.122, X.Cyr.3.1.19:—Pass., to be gathered or crowded together, εὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο Archil.104, cf. 60; ἐς τὴν ἀγορὴν ἀ. Hdt.5.101; ἁθροισθέντες having rallied, Th.1.50; τὸ δὲ. . ξύμπαν ἡθροίσθη δισχίλιοι but the whole amounted collectively to... Id.5.6; ἐνταῦθα ἡθροίζοντο they mustered in force there, Id.6.44, etc.; form a society, Pl.Prt.322b; ἀθροισθέντες having formed a party, Arist.Pol.1304b33: of things, περὶ πολλῶν ἁθροισθέντων taken in the aggregate, Pl.Tht. 157b. 2 in Pass. of the mind, ἁθροίζεσθαι εἰς ἑαυτόν collect oneself, Pl.Phd.83a, cf.67c; φόβος ἥθροισται fear has gathered strength, X.Cyr.5.2.34.
German (Pape)
[Seite 47] (ἀθρόος), versammeln: bes. vom Kriegsheer u. Volksversammlungen, λαόν Soph. O. R. 144; ἤθροιστο Aesch. Pers. 406; Eur. oft, z. B. στράτευμα Hel. 50; λαόν Or. 871; Ἑλλάδα 647; πολλὴν ἀσπίδα Phoen. 78; übertr. λόγων περιπλοκάς, künstlich Wortgeflecht hausen, u. πνεῦμ' ἄθροισον, schöpfe Athem, 498. 858; ἠθροίκει Xen. Hell. 1, 1, 32. In Prosa, bes. im pass., versammelt werden und sich versammeln, στρατιὰ ἀθροίζεται Isocr. 4, 185; Thuc.; Xen. ἠθροίσθησαν καὶ ἀντεπετάξαντο Hell. 3, 4, 22; ἠθροισμένοι 6, 5, 8; med. ἀθροίσασθαι τὴν δὐναμιν Cyr. 3, 1, 19; übertr. φόβος ἤθροισται 5, 2, 34; auch vom Geiste: sich sammeln, sich zusammennehmen, Plat. Phaed. 67 c 83 a, durch die hinzugefügten verba συναγείρεσθαι u. συλλέγεσθαι als ungewöhnliche Wendung bezeichnet. [Die Form ἁθροίζω, von den Alten als att. etwähnt, ist nur in einzelnen Stellen von einigen Herausgebern aufgenommen, ἀθροΐζω findet sich einzeln bei Sp. D., z. B. Eugen. (Plan. 308)].
Greek (Liddell-Scott)
ἀθροίζω: ἢ ἁθροίζω, (Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 122.): μέλλ. -σω: ἀόρ. ἤθροισα, Εὐρ., κτλ.: ― Παθ. ἀόρ. ἠθροίσθην: πρκμ. ἤθροισμαι: ὑπερσ. ἤθροιστο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 414· ὁ τετρασύλλαβος τύπος ἀθροΐζω, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρχιλ. 104, Ἀνθ. Πλαν. 308, διωρθώθη δὲ καὶ ὑπὸ Δινδ. ἐν τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 267, Ἀριστοφ. Ὀρ. 253: (ἀθρόος ἢ ἁθρόος). Ἀθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγω, ἰδίως συνάγω στρατόν: ― ἀθρ. λαόν, στράτευμα, δύναμιν, κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 144, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 1, κτλ.· Τροίαν ἀθρ. = ἀθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τοὺς Τρῶας, Εὐρ. Ἑκ. 1139· πνεῦμα ἄθροισον, συνάγαγε πνοήν, ἀναπνοήν, ὁ αὐτ. Φοίν. 851· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Γεν. Ζῴων 2. 4, 5· περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας, συνείρας, ἀραδιάσας, Εὐρ. Φοίν. 495· ― ἀπολ. θησαυρίζω, ἀποτίθεμαι, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 20· ― Μέσ. συλλέγω δι’ ἐμαυτὸν ἢ περὶ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρακλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19: ― Παθ. συναθροίζομαι, συμπυκνοῦμαι ἐπὶ τὸ αὐτό, εὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο, Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. 60· ἐς τὴν ἀγορὰν ἀθρ., Ἡρόδ. 5. 101· ἀθροισθέντες = συναγερθέντες, συνελθόντες, συνῆλθον, Θουκ. 1. 50· τὸ δὲ… ξύμπαν ἠθροίσθη δισχίλιοι, ἀλλὰ τὸ ὅλον ἀνήρχετο εἰς 2,000, ὁ αὐτ. 5. 6· ἐνταῦθα ἠθροίζοντο = ἐνταῦθα συνήρχοντο ἐν πλήθει, ὁ αὐτ. 6. 44, κτλ.· = σχηματίζω ἑταιρείαν, κοινωνίαν, Πλάτ. Πρωτ. 322Β· ἀθροισθέντες = ἀφοῦ ἐσχημάτισαν μερίδα, Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, περὶ πολλῶν ἀθροισθέντων, ληφθέντων ἐν συνόλῳ, (πρβλ. ἄθροισμα 2.). Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. 2) κατὰ παθ. ὡσαύτως περὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς διανοίας, ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτὸν = συνέρχεσθαι, Πλάτ. Φαίδων 83Α, πρβλ. 67C· φόβος ἤθροισται = φόβος ἔχει αὐξηθῆ ἢ ἐγερθῆ, ἔγεινεν ἰσχυρός, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34.