εὖτε
English (LSJ)
Ep., Ion., and poet. Adv. (rare in Trag., never in Com. or Att. Prose):
I of time, when,
1 with ind., of a definite occurrence in past time, εὖτέ μιν προὔπεμψεν when he sent him, Il.8.367, cf. 11.735, 23.85, E.Ion888 (lyr.): with impf., ἤκουσας… εὖτε ὁρμῶμεν Hdt.7.209, prob. in B.3.25: freq. with a corresp. Particle in apodosi, τῆμος δή Od.13.93; δὴ τότε γε 22.182; καὶ τότε δή ῥα 24.147; τόφρα δέ 20.73; δέ Il.23.62, Od.17.359; δ' ἄρα 20.56: the clause with εὖτε may stand last, Il.5.396,6.515, Pi.O.3.28.
2 with subj., εὖτ' ἄν (like ὅταν), a. referring to future time, οὔ τι δυνήσεαι χραισμεῖν, εὖτ' ἂν πολλοὶ πίπτωσι when many shall be falling, Il.1.242, cf. 2.34, A.Pers.230 (troch.).
b with pres. in apod., whenever, so often as, ἥμισυ ἀρετῆς ἀποαίνυται, εὖτ' ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν whenever it comes upon him, Od.17.323, cf. 320, Hdt.6.27, A.Ag.12: in orat.obl. (for opt. after past tense), Pi.O.6.67: ἄν is sometimes omitted, εὖτ' ἔρδωμεν whenever we offer, Od.7.202, cf. Hes.Th. 28, B.1.73, A.Th.338 (lyr.), A.R.2.801, AP14.45.
3 with opt., whenever, as often as, with impf. in apodosi, εὖτε μάχοιτυ whenever he fought, Hes.Sc.164, cf. h.Hom.18.8, B.12.118, A.Ag.565, A.R.2.471.
II causal, since, with aor. ind., S.Aj.716 (lyr.), OC84, Ph. 1098 (lyr.).
III Adv. of Comparison, for ἠΰτε, as, twice in Il., εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι κτλ. 3.10; τῷ δ' εὖτε πτερὰ γίγνετ' 19.386 (so Aristarch., but with vv.ll. ὥστε, αὖτε): freq. in Q.S., 1.549, al.
German (Pape)
[Seite 1101] poet. u. Her. = ὅτε (von dem es nach Buttm. Lexil. II p. 227 nur dialectisch verschieden ist, vgl. Apollon. de adv. p. 538, 5; Andere leiten es von οὗ ab, = εὗτε), 1) von der Zeit, als, da, – a) c. indic., εὖτε γὰρ ἠέλιος φαέθων ὑπερέσχεθε γαίης, συμφερόμεσθα μάχῃ, als die Sonne aufging, da begannen wir den Kampf, Il. 11, 735; gew. folgt bei Hom. eine Partikel im Nachsatz, ἔνθα, 6, 392, ἔπειτα, Od. 17, 320, τῆμος δή, 13, 93, δὴ τότε, 22, 182, καὶ τότε δή ῥα, 24, 149, τόφρα δέ, 20, 73, das einfache δέ, Il. 12, 373 Od. 17, 359. Mit Verschiebung der Sätze fängt es den zweiten Satz an, Il. 5, 396 Od. 20, 56; Pind. Ol. 3, 29 u. öfter; Tragg. u. sp. D. – b) c. conj. mit ἄν, εὖτ' ἄν = ὅταν, im Falle daß, sobald als, so oft als, in Beziehung auf Gegenwart u. Zukunft, Il. 1, 242. 2, 34. 228. 19, 158 Od. 1, 192. 17, 320; so Hes. O. 169; auch εὖτ' ἂν δή, 321; Pind. Ol. 6, 67 P. 3, 106; Aesch. Pers. 226 u. öfter; Soph. O. C. 1231; Tr. 286 El. 617; Eur. Alc. 948 Herc. Für. 1331; sp. D. So auch Her. 2, 63. 6, 27. Das ἄν fehlt Od. 7, 202; Aesch. Spt. 320; Hes. Th. 28 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 801; Aenigm. 22 (XIV, 45). – c) c. optat., wenn, so oft als, in Beziehung auf die Vergangenheit, H. h. 17, 8; Aesch. Ag. 551, wie Hes. Sc. 164; Ap. Rh. 2, 471. – d) c. partic., μάταν γάρ, εὖτ' ἂν ἐσθλά τις δοκῶν ὁρᾶν – βέβακε ὄψις Aesch. Ag. 411. – 2) causal, weil, Soph. O. C. 84 Ai. 716. – 31 Adv. der Vergleichung, = ἠΰτε, gleich wie, Il. 3, 10, auch 19, 386, bei Bekker u. Spitzner;
French (Bailly abrégé)
conj. marquant;
1 le temps : lorsque, tandis que, aussitôt que ou aussi souvent que;
2 la cause : puisque;
3 la comparaison : de même que.
Étymologie: épq. et ion. c. αὖτε.
Russian (Dvoretsky)
εὖτε:
I эп.-ион. (= ὅτε) conj.
1 когда, в то время как: 1.1) cum ind. или opt. (при действии совершившемся): εὖ. ἠέλιος ὑπερέσχεθε γαίης Hom. когда солнце поднялось над землей; εὖ. κατὰ γλυκὺς ὕπνος ἔχοι Ἣρην HH когда сладкий сон охватил Геру; 1.2) cum conjct. + ἄν (при действии предстоящем): εὖτ᾽ ἄν σε ὕπνος ἀνήῃ Hom. когда сон оставит тебя;
2 cum conjct. + ἄν или без него (при действии настоящем) когда, всякий раз как: εὖτ᾽ ἂν μέλλῃ μεγάλα κακὰ ἔσεσθαι Her. всякий раз, как угрожают серьезные бедствия; εὖτ᾽ ἔρδωμεν ἑκατόμβας Hom. всякий раз, как мы приносим гекатомбы;
3 cum aor. ind. так как, поскольку: εὖ. τοῦ λῴονος δαίμονος εἵλου τὸ κάκιον αἰνεῖν Soph. поскольку вместо лучшего жребия ты предпочел избрать худший.
v.l. ἠΰτε или αὖτε adv. как, словно: εὖτ᾽ ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην Hom. словно вершины гор Нот окутывает туманом.
Greek (Liddell-Scott)
εὖτε: ἀναφορικὸν Ἐπίρρ.: Ι. ἐπὶ χρόνου, ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ ὅτε, ὅταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ, ἀλλὰ σπάνιον παρὰ Τραγ., καὶ οὐδέποτε παρὰ Κωμ. ἢ τοῖς Ἀττικοῖς πεζολόγοις· ἀλλ’ ἀπαντᾷ ἔστιν ὅτε παρ’ Ἡροδ. (2. 63., 6. 27., 7. 209). ὅτε, καθ’ ὃν χρόνον, 1) μεθ’ ὁριστ. ἐπὶ ὡρισμένου γεγονότος ἐν τῷ παρελθόντι χρόνῳ, εὖτέ μιν… προύπεμψεν, ὅτε ἔπεμψεν αὐτὸν Ἰλ. Θ. 367, πρβλ. Λ. 735, Ψ. 85, Εὐρ. Ἴων 888· συνήθως μετὰ συσχετικοῦ μορίου ἐν τῇ ἀποδόσει, ὡς ἔνθα, Ἰλ. Ζ. 392 τῆμος δὴ Ὀδ. Ν. 93· δὴ τότε Χ. 182· καὶ τότε δή ῥα Ω. 147· τόφρα δὲ Υ. 73· δὲ Ἰλ. Ψ. 62, Ὀδ. Ρ. 359· δ’ ἄρα Υ. 56· ἡ μετὰ τοῦ εὖτε πρότασις δύναται νὰ ἀκολουθῇ. Ἰλ. Ε. 396, Ζ. 515, Πινδ. Ο. 3. 50. 2) μεθ’ ὑποτ., εὖτε ἂν (ὡς τὸ ὅταν), μετὰ ὑποθετικῆς δυνάμεως (πρβλ. εἰ Α. ΙΙ), α) ἀναφερόμενον εἰς τὸ μέλλον (ὡς τὸ ἐὰν μεθ’ ὑποτακτ.), οὔτι δυνήσεαι χραισμεῖν, εὖτ’ ἂν πολλοὶ πίπτωσι, ὁπόταν πολλοὶ θὰ πίπτωσιν, Ἰλ. Α. 242. πρβλ. Β. 34, Αἰσχύλ. Πέρσ. 230. β) ἀναφερόμενον συνήθως εἰς μίαν ἐκ πολλῶν περιστάσεων, μετ’ ἐνεστ. ἐν τῇ ἀποδόσει, ἥμισυ ἀρετῆς ἀποαίνυται..., εὖτ’ ἂν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν Ὀδ. Ρ. 323, πρβλ. 320, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 12· ἐν πλαγίῳ λόγῳ (ὅπου δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ εὐκτική, παρῳχημἐνου χρόνου ἡγουμένου, Πινδ. Ο. 6. 114· τὸ ἂν ἐνίοτε παραλείπεται, εὖτ’ ἔρδωμεν Ὀδ. Η. 202, πρβλ. Ἡσ. Θ. 28, Αἰσχύλ. Θήβ. 338, καὶ συχνάκις ἐν τῇ Ἀνθ. (Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 106). 3) μετ’ εὐκτικῆς, ὅτε ἀναφέρεται εἰς μίαν τινὰ ἐκ πολλῶν ἐν τῷ παρελθόντι περιστάσεων, μετὰ παρατ. ἐν τῇ ἀποδόσει, εὖτε μάχοιτο, ὁσάκις ἤθελε πολεμήσῃ, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 164, Ὁμ. Ὕμν. 18. 8, Αἰσχύλ. Ἀγ. 565. ΙΙΙ. αἰτιολογικόν, ἀφοῦ, μεθ’ ὁριστ. ἀορ., Σοφ. Αἴ. 715, Ο. Κ. 84, Φιλ. 1099. IV. ὡς Ἐπίρρ. συγκρίσεως, ἀντὶ τοῦ ἠΰτε, ὡς, δὶς ἐν Ἰλ., εὖτ’ ὄρεος κορυφῇσι κτλ., Γ. 10· τῷ δ’ εὖτε πτερὰ γίγνετ’ Τ. 386 (οὕτως ὁ Ἀρίσταρχ., ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῶν, ὥστε, αὖτε): ἡ χρῆσις αὕτη εἶναι συνήθης παρὰ Κοΐντῳ Σμυρν.
English (Autenrieth)
(1) when, at the time when, foll by the same constructions as other relative words (see ἄν, κέν). εὖτε is always employed ‘asyndetically,’ i. e. without a connecting particle, and is freq. followed by a demonstrative temporal word in the apodosis, ἔνθα, τῆμος δή, καὶ τότε δή, ἔπειτα, etc.; εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος.. τῆμος δὴ νήσῳ προσεπίλνατο ποντοπόρος νηῦς, Od. 13.93; the clause introduced by εὖτε may, however, follow its apodosis, τλῆ δ' Ἀίδης.. ὠκὺν ὀιστόν.. εὖτέ μιν ωὑτὸς ἀνὴρ.. ὀδύνῃσιν ἔδωκεν, Il. 5.396.—(2) as, even as, introducing a simile, Il. 3.10, Il. 19.386 (where some write ηὖτε, for ἠύτε).
English (Slater)
ευλτ;γτ;τε
a c. ind., when, after Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατ', εὖτέ μιν ἀγγελίαις Εὐρυσθέος ἔντὐ ἀνάγκα (O. 3.28) βαρὺ δέ σφιν νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε, φαεννᾶς υἱὸν εὖτ' ἐνάριξεν Ἀόος ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (N. 6.52)
b c. ἄν & subj., whenever.
I of repeated occurrence. τάκομαι, εὖτ' ἂν ἴδω fr. 123. 11.
II of indefinite time in future. οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ πατρὶ ἑορτὰν κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (O. 6.67) ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται σάος, πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (P. 3.106) τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ, εὖτ' ἂν μόλῃ (P. 4.76)
Greek Monolingual
εὖτε, επικ., ιων. και ποιητ. τ., σπαν. σε τραγ., ποτέ σε κωμ. και αττ. πεζ. (Α)
επίρρ.
1. χρον. (με ορστ., για ορισμένο γεγονός στο παρελθόν, συν. με διάφ. μόρια στην πρόταση που ακολουθεί, όπως ἔνθα, τῆμος δή, τόφρα δέ) όταν, τον καιρό που
2. (με υποτ. με ή χωρίς το ἂν, για κάτι που αναφέρεται στο μέλλον) όταν, στην περίπτωση που
3. (με ευκτ.) οσάκις
4. κάθε φορά που (αιτιολ.) (με αόρ. ορστ., για δήλωση αιτίας) επειδή
5. (για δήλωση συγκρίσεως αντί του ἠΰτε) όπως, ομοίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Χρονικός σύνδεσμος αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι εύτε < ἠ ή ει + υτε = αρχ. ινδ. uta «και, επίσης» (πρβλ. ἠΰτε). Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, επειδή συχνά στην αρχή τών δευτερευουσών προτάσεων η λέξη απαντά διασπασμένη (ως εὖ τε) η δε κύρια εισάγεται με τα δε ή γαρ, εικάζεται ότι η λέξη προήλθε από τα ευ και τε με τη σημασία «και ακριβώς, και σωστά»].
Greek Monotonic
εὖτε: I.1. αναφορ. επίρρ., λέγεται για χρόνο, ποιητ. αντί ὅτε, όταν..., τον καιρό που..., το διάστημα που...
2. με οριστ., οποτεδήποτε, κάθε φορά που, λέγεται για ορισμένα γεγονότα του παρελθόντος χρόνου, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
3. με υποτ., εὖτ' ἄν, όπως το ὅταν, οποτεδήποτε, κάθε φορά που, σε Ομήρ. Οδ.
II. αιτιολ., εφόσον, με την προϋπόθεση ότι, σε Σοφ.
III. ως επίρρ. σύγκρισης, αντί ἠΰτε, όπως, ακόμη όπως, δύο φορές, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: conj.
Meaning: temporal conjunction (as soon) as, rarely causal because (Il.; Schwyzer-Debrunner 660 n. 3, Leumann Hom. Wörter 306; on the use in Homer Bolling Lang. 31, 223ff.); also comparative adverb like, s. ἠΰτε.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Debrunner IF 45, 185ff. suggested it was in origin paratactic exclamative εὖ τε and rightly!. For Brugmann (Grundr.2 2: 2, 731f.) from ἠ or εἰ and *υτε; s. ἠΰτε. Cf. Monteil, Phrase relative 286-290.
Middle Liddell
relat. adv.:
I. of time, poet. for ὅτε, when, at the time when:
2. with Opt., whenever, referring to instances in past time, Hes., Aesch.
3. with Subj., εὖτ' ἄν, like ὅταν, whenever, so often as, Od.
II. Causal, since, seeing that, Soph.
III. as adv. of Comparison, for ἠΰτε, as, even as, twice in Hom.
Frisk Etymology German
εὖτε: {eũte}
Meaning: temporale Konjunktion ‘(sobald) als', selten kausal weil (ep. poet. seit Il., auch Hdt., wohl nach dem Epos; Schwyzer-Debrunner 660 A. 3, Leumann Hom. Wörter 306; zum Gebrauch bei Homer Bolling Lang. 31, 223ff.); auch komparatives Adverb wie, s. ἠΰτε.
Etymology: Vielleicht mit Debrunner IF 45, 185ff. ursprünglich parataktisch exklamativ εὖ τε ‘und richtig!’. Nach Brugmann (s. Grundr.2 2: 2, 731f.) aus ἠ oder εἰ und *υτε; s. ἠΰτε.
Page 1,595