δυσάρεστος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(13_5) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schwer zu begütigen, unversöhnlich; δαίμονες Aesch. Eum. 888; dem etwas nicht recht ist, im compar., Xen. Mem. 3, 13, 3; unzufrieden, mißvergnügt, καὶ [[φιλόψογος]] Eur. El. 904; vgl. Ar. Eccl. 180; Isocr. 1, 31 u. Sp., wie Luc. Navig. 46; τὸ δ., = [[δυσαρέστησις]], Plut. Sol. 25 Num. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schwer zu begütigen, unversöhnlich; δαίμονες Aesch. Eum. 888; dem etwas nicht recht ist, im compar., Xen. Mem. 3, 13, 3; unzufrieden, mißvergnügt, καὶ [[φιλόψογος]] Eur. El. 904; vgl. Ar. Eccl. 180; Isocr. 1, 31 u. Sp., wie Luc. Navig. 46; τὸ δ., = [[δυσαρέστησις]], Plut. Sol. 25 Num. 4. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δυσάρεστος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀρεσκόμενος, ἐξιλεούμενος, καταπραϋνόμενος, δαίμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 928·- δυσηρεστημένος, τινι, [[πρός]] τινα, Εὐρ. Ἠλ. 904· τι, διά τι [[πρᾶγμα]], Λουκ. ἐν Πλοίῳ 46·- δυσκόλως εὐχαριστούμενος, [[ἰδιότροπος]], [[δύστροπος]], [[δύσκολος]], Εὐρ. Ὀρ. 232, Ἰσοκρ. 8D, 234C, Ξεν., κτλ.· -τὸ δ.= τῷ προηγ., Πλούτ. Σόλ. 25. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to appease, implacable, δαίμονες A.Eu.928; ill-pleased, τι at a thing, Luc.Nav.46; ill to please, fastidious, peevish, δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες E.Or.232, cf. Isoc.1.31, 12.8, X.Mem.3.13.3 (Comp.), Diph.63, Nicostr.31 (Comp.), Plu.2.128d; ἀνοίας νόσημα δυσάρεστον Polystr.Herc.1520.1; τὸ δ. displeasure, Plu.Sol.25. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι Id.2.476b.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu begütigen, unversöhnlich; δαίμονες Aesch. Eum. 888; dem etwas nicht recht ist, im compar., Xen. Mem. 3, 13, 3; unzufrieden, mißvergnügt, καὶ φιλόψογος Eur. El. 904; vgl. Ar. Eccl. 180; Isocr. 1, 31 u. Sp., wie Luc. Navig. 46; τὸ δ., = δυσαρέστησις, Plut. Sol. 25 Num. 4.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάρεστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρεσκόμενος, ἐξιλεούμενος, καταπραϋνόμενος, δαίμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 928·- δυσηρεστημένος, τινι, πρός τινα, Εὐρ. Ἠλ. 904· τι, διά τι πρᾶγμα, Λουκ. ἐν Πλοίῳ 46·- δυσκόλως εὐχαριστούμενος, ἰδιότροπος, δύστροπος, δύσκολος, Εὐρ. Ὀρ. 232, Ἰσοκρ. 8D, 234C, Ξεν., κτλ.· -τὸ δ.= τῷ προηγ., Πλούτ. Σόλ. 25.