ἐξόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(13_5)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] (s. [[ὄλλυμι]]), gänzlich vernichten, zu Grunde richten; τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od. 17, 597; in tmesi Il. 16, 360; Eur. Hipp. 725; Ar. Plut. 418 u. öfter; Plat. Euthyd. 285 a u. Folgde. – Med. u. perf. II. act., gänzlich zu Grunde gehen, σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Soph. Tr. 34; Ar. Pax 366; Plat. Euthyd. 283 e u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] (s. [[ὄλλυμι]]), gänzlich vernichten, zu Grunde richten; τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od. 17, 597; in tmesi Il. 16, 360; Eur. Hipp. 725; Ar. Plut. 418 u. öfter; Plat. Euthyd. 285 a u. Folgde. – Med. u. perf. II. act., gänzlich zu Grunde gehen, σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Soph. Tr. 34; Ar. Pax 366; Plat. Euthyd. 283 e u. Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξόλλυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ολέσω καὶ Ἀττ. -ολῶ: ἀόρ. α΄ ἐξώλεσα: πρκμ. ἐξολώλεκα. Καταστρέφω ἐντελῶς, ἐξολοθρεύω, τοὺς [[Ζεὺς]] ἐξολέσειε Ὀδ. Ρ. 597, πρβλ. Σιμωνίδ. 159, Εὐρ. Ἱππ. 725, κτλ. ΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] β΄ πρκμ. ἐξόλωλα, καταστρέφομαι ἐντελῶς, χάνομαι, Ἐμπεδ. 103· σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Σοφ. Τρ. 84, Ἀριστοφ. Εἰρ. 366, Πλάτ. Εὐθύδ. 285Α, κτλ.· ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ... ἐξολωλότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 483· τῆς εὐκτικῆς γίνεται [[χρῆσις]] ἐπὶ ἀρῶν, ἐξολοίμην ὁ αὐτ. ἐν «Γεωργοῖς» 12 (Meikene)· ἐξόλοιο Ἄλεξ. ἐν «Κυπρίῳ» 1.
}}
}}

Revision as of 11:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόλλῡμι Medium diacritics: ἐξόλλυμι Low diacritics: εξόλλυμι Capitals: ΕΞΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: exóllymi Transliteration B: exollymi Transliteration C: eksollymi Beta Code: e)co/llumi

English (LSJ)

and ἐξολλύω, fut. -ολῶ: aor. 1 ἐξώλεσα: pf. ἐξολώλεκα:—

   A destroy utterly, τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od.17.597, cf. E.Hipp.725, Pl. Euthd.285a, Men.Pk.230, etc.    II Med., with pf. 2 ἐξόλωλα, perish utterly, Emp.11.3, S.Tr.84, Ar.Pax366, Pl.l.c., etc.; ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ . . ἐξολωλότες Ar.Pax483: opt. in imprecations, ἐξολοίμην Id.Fr.105; ἐξόλοιο Alex.120.

German (Pape)

[Seite 886] (s. ὄλλυμι), gänzlich vernichten, zu Grunde richten; τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od. 17, 597; in tmesi Il. 16, 360; Eur. Hipp. 725; Ar. Plut. 418 u. öfter; Plat. Euthyd. 285 a u. Folgde. – Med. u. perf. II. act., gänzlich zu Grunde gehen, σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Soph. Tr. 34; Ar. Pax 366; Plat. Euthyd. 283 e u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόλλυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ολέσω καὶ Ἀττ. -ολῶ: ἀόρ. α΄ ἐξώλεσα: πρκμ. ἐξολώλεκα. Καταστρέφω ἐντελῶς, ἐξολοθρεύω, τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Ὀδ. Ρ. 597, πρβλ. Σιμωνίδ. 159, Εὐρ. Ἱππ. 725, κτλ. ΙΙ. Μέσ., μετὰ β΄ πρκμ. ἐξόλωλα, καταστρέφομαι ἐντελῶς, χάνομαι, Ἐμπεδ. 103· σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Σοφ. Τρ. 84, Ἀριστοφ. Εἰρ. 366, Πλάτ. Εὐθύδ. 285Α, κτλ.· ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ... ἐξολωλότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 483· τῆς εὐκτικῆς γίνεται χρῆσις ἐπὶ ἀρῶν, ἐξολοίμην ὁ αὐτ. ἐν «Γεωργοῖς» 12 (Meikene)· ἐξόλοιο Ἄλεξ. ἐν «Κυπρίῳ» 1.