ἔπαρσις: Difference between revisions
σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain
(c2) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔπαρσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπαίρω]]) [[οἴδημα]], πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. [[ἴονθος]]. ΙΙ. [[ἐξέγερσις]], [[ἀνύψωσις]], Στωϊκὴ [[λέξις]], ἡδονὴ δέ ἔστιν [[ἄλογος]] [[ἔπαρσις]] Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. [[χαρά]]. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, [[ὑπερηφανία]], Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἔπαρσις]]· [[ὑπερηφανία]]». 3) ἐπὶ λόγου, [[ἀνύψωσις]], [[καλλωπισμός]], Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐπαίρω)
A rising, swelling, κοιλίης Hp. Coac.85; τῶν μαστῶν Arist.HA581a27; ἐ. ἰονθώδεις eruptions accompanying the sprouting of the beard, Thphr.Sud.16. 2 lifting up, χειρῶν LXX Ps.140(141).2. 3 devastation, ib.La.3.47; in concrete, heap of ruins, ib.4 Ki.19.25 (pl.). 4 raising, erection(?), τοῦ θυρέτρου IG 11(2).287 A116, B153 (Delos, iii B. C.). b αἰδοίων Arist.HA572b2. 5 elevation, projection, of a machine, HeroAut.28.2. II elation, ψυχῆς Zeno Stoic.1.51 (pl.), cf. Chrysipp.ib.3.116; ἡδονή, = ἄλογος ἔ. Stoic.3.95, al., Andronic. Rhod. p.570M., cf. LXXZa.12.7. 2 elevation of style, τοῦ λόγου Thom.Mag.p.175R.
German (Pape)
[Seite 905] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαρσις: -εως, ἡ, (ἐπαίρω) οἴδημα, πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. ἴονθος. ΙΙ. ἐξέγερσις, ἀνύψωσις, Στωϊκὴ λέξις, ἡδονὴ δέ ἔστιν ἄλογος ἔπαρσις Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. χαρά. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, ὑπερηφανία, Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ἔπαρσις· ὑπερηφανία». 3) ἐπὶ λόγου, ἀνύψωσις, καλλωπισμός, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427.