ἐπάϊστος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(13_4)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] gehört, ruchbar; ὡς [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; [[ἐπεί]] τε [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] gehört, ruchbar; ὡς [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; [[ἐπεί]] τε [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπάϊστος''': -ον, ([[ἐπαΐω]]), [[φανερός]], [[μετὰ]] μετοχ., ὡς [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· [[οὕτως]] ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ [[μετοχή]].
}}
}}

Revision as of 11:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάϊστος Medium diacritics: ἐπάϊστος Low diacritics: επάϊστος Capitals: ΕΠΑΪΣΤΟΣ
Transliteration A: epáïstos Transliteration B: epaistos Transliteration C: epaistos Beta Code: e)pa/i+stos

English (LSJ)

ον, (ἐπαϊω)

   A heard of, detected, usu. c. part., ἐ. ἐγένετο ἐργασμένος Hdt.2.119; ἐ. ἐγένετο προδιδούς Id.8.128, cf. 6.74; ἐ. ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω Id.3.15, cf. 7.146; perceived, Ant.Lib.34.4. Adv. -τως Onat. ap. Stob.1.1.39 (dub.).

German (Pape)

[Seite 896] gehört, ruchbar; ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; ἐπεί τε ἐπάϊστος ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάϊστος: -ον, (ἐπαΐω), φανερός, μετὰ μετοχ., ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· ἐπάϊστος ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· οὕτως ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ μετοχή.