ἄναρχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(13_2)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] 1) ohne Oberhaupt, ohne Anführer, Il. 2, 703. 726; [[τάξις]] Aesch. Pers. 290; τὸ ἄν. Eum. 666: Plat. Rep. VIII, 558 c. – 2) ohne Anfang, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] 1) ohne Oberhaupt, ohne Anführer, Il. 2, 703. 726; [[τάξις]] Aesch. Pers. 290; τὸ ἄν. Eum. 666: Plat. Rep. VIII, 558 c. – 2) ohne Anfang, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἄναρχος''': -ον, (ἀρχὴ) ὁ [[ἄνευ]] ἀρχῆς ἢ ἀρχηγοῦ, Ἰλ. Β. 703· ναυτικὸν στράτευμ’ ἄν. Εὐρ. Ι. Α. 914, πρβλ. Ἑκ. 607· ἄν. ζῶα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὑφ’ ἡγεμόνα [[ὄντα]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 25: - τὸ ἄναρχον = ἡ [[ἀναρχία]] Αἰσχύλ. Εὐμεν. 696. 2) [[ἔτος]] ἄναρχον, [[ἔτος]] [[ἄνευ]] τῶν συνήθων τακτικῶν ἀρχόντων, Ἐπιγρ. Τηΐα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3064. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων [[ἀρχήν]] τινα ἢ [[ὑπούργημα]], πιθαν. γραφ. ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 6, 3. 2) ὁ [[ἄνευ]] ἀρχῆς, Παρμενίδ. 83, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 312, περὶ θεοῦ, τὸν ἄναρχον θεὸν Κλήμ. Ἀλεξ. 638, κτλ., πρβλ. Suicer. 3) [[ἄνευ]] τῶν πρώτων ἀρχῶν, Σέξτ. Ἐμπ. 641, 10 καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀνάρχως, [[ἄνευ]] ἀρχῆς, τ. ἔ. ἐξουσίας, ἢ τοῦ κύρους αὐτῆς, Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. 3. σ. 578. - Ἡ [[σημασία]] αὕτη δὲν ἐσημειώθη ἐν τῷ Θ. Στ.
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναρχος Medium diacritics: ἄναρχος Low diacritics: άναρχος Capitals: ΑΝΑΡΧΟΣ
Transliteration A: ánarchos Transliteration B: anarchos Transliteration C: anarchos Beta Code: a)/narxos

English (LSJ)

ον,

   A without head or chief, Il.2.703; ναυτικὸν στράτευμ' ἄ. E.IA914, cf. Hec. 607; ἄ. ζῷα, opp. τὰ ὑφ' ἡγεμόνα ὄντα, Arist. HA488a11: τὸ ἄ., = ἀναρχία, A Eu.696.    2 ἔτος ἄ. a year without any regular magistrates, GDI5635 (Teos).    II Act., holding no office or magistracy, prob. l. Arr.Epict.4.6.3.    b not qualified to hold office, Max. Tyr. 21.5 (Sup., s. v. l.).    III without beginning, Parm.8.27, Ocell. 1.2, S.E.M.7.312; κύκλος ἄ. καὶ ἀτελεύτητος Procl.Inst.146; ἄ. δίκη PLips.33 ii 5 (iv A. D.).    b without first principles, S.E.M.1.180.

German (Pape)

[Seite 206] 1) ohne Oberhaupt, ohne Anführer, Il. 2, 703. 726; τάξις Aesch. Pers. 290; τὸ ἄν. Eum. 666: Plat. Rep. VIII, 558 c. – 2) ohne Anfang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναρχος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ ἄνευ ἀρχῆς ἢ ἀρχηγοῦ, Ἰλ. Β. 703· ναυτικὸν στράτευμ’ ἄν. Εὐρ. Ι. Α. 914, πρβλ. Ἑκ. 607· ἄν. ζῶα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὑφ’ ἡγεμόνα ὄντα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 25: - τὸ ἄναρχον = ἡ ἀναρχία Αἰσχύλ. Εὐμεν. 696. 2) ἔτος ἄναρχον, ἔτος ἄνευ τῶν συνήθων τακτικῶν ἀρχόντων, Ἐπιγρ. Τηΐα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3064. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων ἀρχήν τινα ἢ ὑπούργημα, πιθαν. γραφ. ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 6, 3. 2) ὁ ἄνευ ἀρχῆς, Παρμενίδ. 83, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 312, περὶ θεοῦ, τὸν ἄναρχον θεὸν Κλήμ. Ἀλεξ. 638, κτλ., πρβλ. Suicer. 3) ἄνευ τῶν πρώτων ἀρχῶν, Σέξτ. Ἐμπ. 641, 10 καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀνάρχως, ἄνευ ἀρχῆς, τ. ἔ. ἐξουσίας, ἢ τοῦ κύρους αὐτῆς, Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. 3. σ. 578. - Ἡ σημασία αὕτη δὲν ἐσημειώθη ἐν τῷ Θ. Στ.