βηλός: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(13_7_2) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] ὁ (βάω, [[βαίνω]]), <b class="b2">Schwelle, Thürschwelle</b>, Apollon. Lex. Homer. p. 51, 15<b class="b2"> [[βηλός]]</b> ὁ τῆς θύρας [[βαθμός]]; Hom. dreimal, von Götterwohnungen, Iliad. 1, 591 [[ἤδη]] γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα ῥῖψε, ποδὸς [[τεταγών]], ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο, Woh nung des Zeus; 15, 23 ὃν δὲ λάβοιμι, ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ὄφρ' ἂν ἵκηται γῆν [[ὀλιγηπελέων]], Wohnung des Zeus; 23, 202 θέουσα δὲ [[Ἶρις]] ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ, Wohnung des Zephyros. Der Grammatiker Krates hielt das Wort für chaldäisch, Scholl. Iliad. 1, 591 [[Κράτης]] δὲ περισπῶν τὴν πρώτην συλλαβὴν Χαλδαϊκὴν εἶναι τὴν λέξιν ἀποδίδωσιν. Vgl. Scholl. Iliad. 15, 23 und Sengebusch Homer. dis sert. 1 p. 60. Ueberhaupt gab das Wort zu vielen Erörterungen Anlaß: Scholl. Iliad. 1, 591 Παρμενίων δὲ ὁ [[γλωσσογράφος]] φησὶν Ἀχαιοὺς καὶ Δρύοπας καλεῖν τὸν οὐρανὸν βηλόν, und Ἀγαθοκλῆς δὲ τὴν πάντων περιοχήν, καὶ βεβηκότας φέρειν τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας. – Aeschyl. Choeph. 571 βαλὸν ἕρκειον πυλῶν, Königsburg des Aegisthos, vgl. Bekk. Anecd. 1 p. 224, 16 <b class="b2">Βατήρ</b>: – σημαίνει δὲ καὶ τὸν τῆς θύρας οὐδόν, ὃν [[Ὅμηρος]] βηλό ν, οἱ δὲ τραγικοὶ βαλόν. – Quint. Sm. 13, 483 βηλὸν ἀστερόεντα der Himmel. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] ὁ (βάω, [[βαίνω]]), <b class="b2">Schwelle, Thürschwelle</b>, Apollon. Lex. Homer. p. 51, 15<b class="b2"> [[βηλός]]</b> ὁ τῆς θύρας [[βαθμός]]; Hom. dreimal, von Götterwohnungen, Iliad. 1, 591 [[ἤδη]] γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα ῥῖψε, ποδὸς [[τεταγών]], ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο, Woh nung des Zeus; 15, 23 ὃν δὲ λάβοιμι, ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ὄφρ' ἂν ἵκηται γῆν [[ὀλιγηπελέων]], Wohnung des Zeus; 23, 202 θέουσα δὲ [[Ἶρις]] ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ, Wohnung des Zephyros. Der Grammatiker Krates hielt das Wort für chaldäisch, Scholl. Iliad. 1, 591 [[Κράτης]] δὲ περισπῶν τὴν πρώτην συλλαβὴν Χαλδαϊκὴν εἶναι τὴν λέξιν ἀποδίδωσιν. Vgl. Scholl. Iliad. 15, 23 und Sengebusch Homer. dis sert. 1 p. 60. Ueberhaupt gab das Wort zu vielen Erörterungen Anlaß: Scholl. Iliad. 1, 591 Παρμενίων δὲ ὁ [[γλωσσογράφος]] φησὶν Ἀχαιοὺς καὶ Δρύοπας καλεῖν τὸν οὐρανὸν βηλόν, und Ἀγαθοκλῆς δὲ τὴν πάντων περιοχήν, καὶ βεβηκότας φέρειν τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας. – Aeschyl. Choeph. 571 βαλὸν ἕρκειον πυλῶν, Königsburg des Aegisthos, vgl. Bekk. Anecd. 1 p. 224, 16 <b class="b2">Βατήρ</b>: – σημαίνει δὲ καὶ τὸν τῆς θύρας οὐδόν, ὃν [[Ὅμηρος]] βηλό ν, οἱ δὲ τραγικοὶ βαλόν. – Quint. Sm. 13, 483 βηλὸν ἀστερόεντα der Himmel. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βηλός''': Δωρ. βᾱλὸς ([[ὅστις]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ σταθερῶς ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ., Α. Β. 224), ὁ, (√ΒΑ, βαίνω)· - ὁ [[οὐδός]], τὸ κατώφλιον, Λατ. limen, Ἰλ. Α. 591, Αἰσχύλ. Χο. 571. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. βᾱλός (also usedin Trag., AB224), ὁ· (βαίνω):—
A threshold, Il.1.591, A.Ch.571, Porph.Antr.14; β. ἀστερόεις Q.S.13.483.
German (Pape)
[Seite 442] ὁ (βάω, βαίνω), Schwelle, Thürschwelle, Apollon. Lex. Homer. p. 51, 15 βηλός ὁ τῆς θύρας βαθμός; Hom. dreimal, von Götterwohnungen, Iliad. 1, 591 ἤδη γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα ῥῖψε, ποδὸς τεταγών, ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο, Woh nung des Zeus; 15, 23 ὃν δὲ λάβοιμι, ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ὄφρ' ἂν ἵκηται γῆν ὀλιγηπελέων, Wohnung des Zeus; 23, 202 θέουσα δὲ Ἶρις ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ, Wohnung des Zephyros. Der Grammatiker Krates hielt das Wort für chaldäisch, Scholl. Iliad. 1, 591 Κράτης δὲ περισπῶν τὴν πρώτην συλλαβὴν Χαλδαϊκὴν εἶναι τὴν λέξιν ἀποδίδωσιν. Vgl. Scholl. Iliad. 15, 23 und Sengebusch Homer. dis sert. 1 p. 60. Ueberhaupt gab das Wort zu vielen Erörterungen Anlaß: Scholl. Iliad. 1, 591 Παρμενίων δὲ ὁ γλωσσογράφος φησὶν Ἀχαιοὺς καὶ Δρύοπας καλεῖν τὸν οὐρανὸν βηλόν, und Ἀγαθοκλῆς δὲ τὴν πάντων περιοχήν, καὶ βεβηκότας φέρειν τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας. – Aeschyl. Choeph. 571 βαλὸν ἕρκειον πυλῶν, Königsburg des Aegisthos, vgl. Bekk. Anecd. 1 p. 224, 16 Βατήρ: – σημαίνει δὲ καὶ τὸν τῆς θύρας οὐδόν, ὃν Ὅμηρος βηλό ν, οἱ δὲ τραγικοὶ βαλόν. – Quint. Sm. 13, 483 βηλὸν ἀστερόεντα der Himmel.
Greek (Liddell-Scott)
βηλός: Δωρ. βᾱλὸς (ὅστις τύπος εἶναι ὁ σταθερῶς ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ., Α. Β. 224), ὁ, (√ΒΑ, βαίνω)· - ὁ οὐδός, τὸ κατώφλιον, Λατ. limen, Ἰλ. Α. 591, Αἰσχύλ. Χο. 571.