πύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
(13_2)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ἡ, das Brennen, Kochen, Rösten im Feuer, Theophr. u. A.; vgl. Mnesith. bei Ath. VIII, 357 d. – Bei den Aerzten Entzündung, Brand.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ἡ, das Brennen, Kochen, Rösten im Feuer, Theophr. u. A.; vgl. Mnesith. bei Ath. VIII, 357 d. – Bei den Aerzten Entzündung, Brand.
}}
{{ls
|lstext='''πύρωσις''': -εως, ἡ, ([[πυρόω]]) [[καῦσις]], ὕλη πρὸς πύρωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 1. 2) τὸ ἐκτιθέναι εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ [[πυρός]], ὡς ἐν τῇ μαγειρικῇ, Ἀριστ. Προβλ. 21. 12, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, κ. ἀλλ.· ἡ ἐν ὑγρῷ π., ἡ [[βράσις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 11, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357D. 3) [[δοκιμασία]] διὰ πυρὸς, Ἡσύχ. ΙΙ. [[θερμότης]], ζέστη, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 7., 3. 1, 9. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπιθυμία φλογερά, [[πόθος]] [[διακαής]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 975, Ἐκκλ.: φλογερὸς [[ζῆλος]], Ἐκκλ.
}}
}}

Revision as of 11:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρωσις Medium diacritics: πύρωσις Low diacritics: πύρωσις Capitals: ΠΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: pýrōsis Transliteration B: pyrōsis Transliteration C: pyrosis Beta Code: pu/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A firing, burning, Thphr.HP5.9.1.    2 exposure to the action of fire, as in cooking, Arist.Pr.928a24, Thphr.HP7.7.2, Lap.4,al.; ἡ ἐν τῷ ὑγρῷ π. boiling, Arist.Mete.380b28; μαλακὴ π. Mnesith. ap. Ath.8.357d.    3 proving by fire, LXX Pr.27.21, 1 Ep.Pet.4.12, Hsch.    4 cautery, Antyll. ap. Orib.44.23.42.    5 destruction by fire, γῆν πυρώσει ἀφανίζων J.AJ1.11.4.    II flame, Arist.Mete.369b6.    III metaph., burning desire, Sch.Ar.Pl.975.    IV fever, S.E.P.2.240: pl., feverish states, Hp.Loc.Hom.27.    2 inflammation, Epicur.Fr.60; στομάχου Dsc.2.124.

German (Pape)

[Seite 826] ἡ, das Brennen, Kochen, Rösten im Feuer, Theophr. u. A.; vgl. Mnesith. bei Ath. VIII, 357 d. – Bei den Aerzten Entzündung, Brand.

Greek (Liddell-Scott)

πύρωσις: -εως, ἡ, (πυρόω) καῦσις, ὕλη πρὸς πύρωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 1. 2) τὸ ἐκτιθέναι εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ πυρός, ὡς ἐν τῇ μαγειρικῇ, Ἀριστ. Προβλ. 21. 12, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, κ. ἀλλ.· ἡ ἐν ὑγρῷ π., ἡ βράσις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 11, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357D. 3) δοκιμασία διὰ πυρὸς, Ἡσύχ. ΙΙ. θερμότης, ζέστη, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 7., 3. 1, 9. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπιθυμία φλογερά, πόθος διακαής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 975, Ἐκκλ.: φλογερὸς ζῆλος, Ἐκκλ.