κατόρθωσις: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(13_5) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1405.png Seite 1405]] ἡ, das Gerade-, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων [[κατόρθωσις]] Pol. 2, 53, 3; κατόρθωσιν ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = [[κατόρθωμα]], Cic. de fin. 3, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1405.png Seite 1405]] ἡ, das Gerade-, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων [[κατόρθωσις]] Pol. 2, 53, 3; κατόρθωσιν ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = [[κατόρθωμα]], Cic. de fin. 3, 14. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατόρθωσις''': -εως, ἡ, [[διόρθωσις]], ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, [[ἐπιτυχία]] (πρβλ. [[κατόρθωμα]]), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) [[διόρθωσις]], [[ἀναμόρφωσις]], [[βελτίωσις]], κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ [[ἐνέργεια]], Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A setting straight, of a fractured bone, Hp.Fract. 26 (pl.), Art.71. 2 setting up, τοῦ θρόνου LXX Ps.96(97).2. II successful accomplishment of a thing, success, Arist.Rh.1380b4, Plb. 9.19.4: in pl., successes, Id.39.7.7. 2 setting right, reform, amendment, τῆς πολιτείας Id.3.30.2; τῶν πραγμάτων Id.2.53.3. 3 as philos. term, right action, = foreg. 2, Chrysipp.Stoic.3.21 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 1405] ἡ, das Gerade-, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων κατόρθωσις Pol. 2, 53, 3; κατόρθωσιν ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = κατόρθωμα, Cic. de fin. 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
κατόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωσις, ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, ἐπιτυχία (πρβλ. κατόρθωμα), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) διόρθωσις, ἀναμόρφωσις, βελτίωσις, κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ ἐνέργεια, Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14.