συμφορητός: Difference between revisions

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
(13_2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – [[δεῖπνον]], ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – [[δεῖπνον]], ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.
}}
{{ls
|lstext='''συμφορητός''': -ή, -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, [[πόλις]] ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. [[ὄχλος]], ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· [[λόγος]] ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. [[δεῖπνον]], σ. [[ἑστίασις]], [[δεῖπνον]], εἰς ὃ [[ἕκαστος]] τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ [[μέρος]] του, [[δεῖπνον]] δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφορητός Medium diacritics: συμφορητός Low diacritics: συμφορητός Capitals: ΣΥΜΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: symphorētós Transliteration B: symphorētos Transliteration C: symforitos Beta Code: sumforhto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ος, ον Arist.Pol.1286a29)

   A brought together, collected, πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν D.H.3.10; Χρησμοὶ ἐκ πολλῶν τόπων Id.4.62; σ. ὄχλος Id.Dem.36; σ. ἐκ ποικίλων πτερῶν Luc.Pseudol.5; ἐκ σ. ῥακίων ἠπημένος BCH51.326 (Athens).    2 σ. δεῖπνα, σ. ἑστίασις, a meal towards which each guest contributes, picnic, Arist.Pol.1281b3, 1286a29.

German (Pape)

[Seite 992] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – δεῖπνον, ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συμφορητός: -ή, -όν, ὁ ὁμοῦ συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. ὄχλος, ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· λόγος ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. δεῖπνον, σ. ἑστίασις, δεῖπνον, εἰς ὃ ἕκαστος τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ μέρος του, δεῖπνον δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.