καθυποκρίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(13_6a)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] (s. [[κρίνω]]), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καθυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφθείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] (s. [[κρίνω]]), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καθυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφθείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.
}}
{{ls
|lstext='''καθυποκρίνομαι''': ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) [[ὑποτάσσω]] τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· [[καταστρέφω]] τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. [[καταυλέω]], [[κατορχέομαι]]. ΙΙ. [[καθυποκρίνομαι]] [[εἶναι]], ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι [[ἄλλος]] τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς [[εἶναι]] Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· [[ὡσαύτως]], [[καθυποκρίνομαι]] φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.
}}
}}

Revision as of 11:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυποκρίνομαι Medium diacritics: καθυποκρίνομαι Low diacritics: καθυποκρίνομαι Capitals: ΚΑΘΥΠΟΚΡΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: kathypokrínomai Transliteration B: kathypokrinomai Transliteration C: kathypokrinomai Beta Code: kaqupokri/nomai

English (LSJ)

[ῑ],

   A subdue by histrionic arts, D.19.337; κ. καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων destroying by bad acting, D.H.Dem.53.    II c. inf., κ. εἶναι . . pretend to be some one else, Luc.DMar.13.2; κ. μειδιᾶν Ph. 2.280: c. acc., counterfeit, φιλίαν ib.520; τὴν σεμνότητα Him.Ecl.3.2.

German (Pape)

[Seite 1290] (s. κρίνω), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καθυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφθείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.

Greek (Liddell-Scott)

καθυποκρίνομαι: ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) ὑποτάσσω τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· καταστρέφω τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. καταυλέω, κατορχέομαι. ΙΙ. καθυποκρίνομαι εἶναι, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἄλλος τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· ὡσαύτως, καθυποκρίνομαι φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.