κατορχέομαι

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατορχέομαι Medium diacritics: κατορχέομαι Low diacritics: κατορχέομαι Capitals: ΚΑΤΟΡΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: katorchéomai Transliteration B: katorcheomai Transliteration C: katorcheomai Beta Code: katorxe/omai

English (LSJ)

A dance in triumph over one, treat despitefully, Hdt.3.151, LXX Za.12.10, Phld.Piet.52, Ael.NA5.54; τῆς ἀναισθησίας Plu. 2.57a.
II subdue or enchant by dancing, Luc.Salt.22.
III intr., dance vehemently, Str.17.1.17.

German (Pape)

[Seite 1405] 1) durch Tanz, Pantomimen ergötzen, bezaubern, bezwingen; φῦλον μάχιμον τοῖς θιάσοις κατωρχήσατο Luc. salt. 22; übh. verstärktes simplex, Strab. XVII, 801. – 2) aus Schadenfreude über Jemandes Unglück, ihm zum Hohn u. Spott tanzen, übh. ihm höhnisch begegnen u. dgl., insultare, τινός, B. A. 152; absolut, κατωρχέοντο καὶ κατέσκωπτον τὸν Δαρεῖον Her. 3, 151; τινός, Plut. discr. ad. et am. 20; Hesych. erkl. κατεχάρησαν.

French (Bailly abrégé)

κατορχοῦμαι;
1 charmer par une danse, acc.;
2 danser par dérision devant : τινα ou τινος devant qqn, càd l'insulter, le railler outrageusement.
Étymologie: κατά, ὀρχέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ορχέομαι met dansen beledigen:. οἱ Βαβυλώνιοι κατωρχέοντο καὶ κατέσκωπτον Δαρεῖον de Babyloniërs maakten met hun dansen Darius belachelijk Hdt. 3.151.1. in vervoering brengen door dansen:. φῦλον οὕτω μάχιμον τοῖς αὑτοῦ θιάσοις κατωρχήσατο hij bracht een zo strijdlustig volk met zijn losbandige dans in vervoering Luc. 45.22.

Russian (Dvoretsky)

κατορχέομαι:
1 насмешливо выплясывать: κατωρχέοντο καὶ κατέσκωπτον τὸν Δαρεῖον Her. (с городской стены вавилоняне) жестами и словами дразнили Дария; κ. τινος Plut. глумиться над кем-л.;
2 очаровывать плясками (φῦλον μάχιμον Luc.).

Greek Monotonic

κατορχέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., χορεύω θριαμβευτικά πάνω σε, χορεύω περιφρονητικά και χλευαστικά, χορεύω με χαιρεκακία, Λατ. insultare, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατορχέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθετ., χορεύω θριαμβικῶς ὑπεράνω τινός, χορεύω περιφρονητικῶς καὶ πρὸς χλευασμόν, χορεύω ἐκ χαιρεκακίας, Λατιν. insultare, Ἡρόδ. 3. 151 (διὸ ὁ Ἡσύχ. «κατωρχήσαντο· κατεχάρησαν»), Αἰλ. π. Ζ. 5. 54· τινος Πλούτ. 2. 57Α. ΙΙ. ὑποτάσσω, θέλγωμαγεύω διὰ τῆς ὀρχήσεως ἢ τοῦ χοροῦ, Λουκ. π. Ὀρχ. 22· τινος Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. ἀμεταβ., χορεύω μετὰ σφοδρότητος, Στράβ. 801, (πρβλ. καταυλῶ, κατᾴδω).

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to dance in triumph over, treat despitefully, Lat. insultare, Hdt.