ἐκδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(13_6b)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0757.png Seite 757]] (s. [[διδάσκω]], aor. ἐξεδιδάσκησα Pind. P. 4, 217), <b class="b2">gründlich lehren</b>; ἐκδιδάσκει πάνθ' ὁ γηράσκων [[χρόνος]] Aesch. Prom. 983; ὡς – Soph. O. R. 1370; seq. inf., El. 387; τινά τι, Phil. 600, wie Theocr. 24, 103; Antipho 5, 14; pass., ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον Soph. Trach. 930; mit folgdm ὡς, O. C. 1370, wie Her. 4, 118; καὶ σὺ τί δράσας [[οὕτως]] αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας, hast sie zu edlen Menschen herangebildet, gemacht, Ar. Ran. 1019; ἀδολεσχεῖν αὐτὸν ἐκδίδαξον Eupol. inc. 11. – Med., unterrichten, heranbilden lassen, παῖδας σοφούς Eur. Med. 295; Her. 2, 154; Plat. Epist. XIII, 360 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0757.png Seite 757]] (s. [[διδάσκω]], aor. ἐξεδιδάσκησα Pind. P. 4, 217), <b class="b2">gründlich lehren</b>; ἐκδιδάσκει πάνθ' ὁ γηράσκων [[χρόνος]] Aesch. Prom. 983; ὡς – Soph. O. R. 1370; seq. inf., El. 387; τινά τι, Phil. 600, wie Theocr. 24, 103; Antipho 5, 14; pass., ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον Soph. Trach. 930; mit folgdm ὡς, O. C. 1370, wie Her. 4, 118; καὶ σὺ τί δράσας [[οὕτως]] αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας, hast sie zu edlen Menschen herangebildet, gemacht, Ar. Ran. 1019; ἀδολεσχεῖν αὐτὸν ἐκδίδαξον Eupol. inc. 11. – Med., unterrichten, heranbilden lassen, παῖδας σοφούς Eur. Med. 295; Her. 2, 154; Plat. Epist. XIII, 360 e.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκδιδάσκω''': μέλλ. -ξω, ποιητ. -διδασκήσω, Πινδ. Π. 4. 386· ― [[διδάσκω]] ἀκριβῶς, Λατ. edocere, ἐκδ. πάνθ’ ὁ γηράσκων [[χρόνος]] Αἰσχύλ. Πρ. 981, πρβλ. 698, κτλ.· ἐκδ. τινά τι Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Κ. 1539, Ἀντιφῶν 131. 8: ― Μέσ. βάλλω τινὰ νὰ διδαχθῇ, Ἡρόδ. 2. 154, Εὐρ. Μήδ. 296: ― Παθ., μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Τρ. 1110, κτλ.· αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται ὁ αὐτ. Ἠλ. 621· ὀψ’ ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ’ οἶκον..., ἀργὰ ἐκμαθών, πυθόμενος ἐκ τῶν κατ’ οἶκον ὑπηρετῶν, ὁ αὐτ. Τρ. 934. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[διδάσκω]] τινὰ νὰ [[εἶναι]] [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], [[εἶναι]] κακὴν ὁ αὐτ. Ἠλ. 395, πρβλ. Ἀντ. 298: [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφάτου, γενναῖόν τινα ἐκδ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1019· [[μετὰ]] μόνου ἀπαρεμφ., ἐπιθυμεῖν ἐξεδίδαξα [[αὐτόθι]] 1026· ἐκδ. ὡς... Ἡρόδ. 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1370. ― Πρβλ. [[διδάσκω]].
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδιδάσκω Medium diacritics: ἐκδιδάσκω Low diacritics: εκδιδάσκω Capitals: ΕΚΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: ekdidáskō Transliteration B: ekdidaskō Transliteration C: ekdidasko Beta Code: e)kdida/skw

English (LSJ)

poet. aor.

   A -διδάσκησα Pi.P.4.217:—teach thoroughly, τινά Sapph.71, Th.6.80, Pl.Prt.328e, etc.; ἐ. πάνθ' ὁ γηράσκων χρόνος A.Pr.981; λέγ' ἐκδίδασκε ib.698, etc.; ἐ. τινά τι Pi.l.c., S.OC1539, Antipho 5.14, Theoc.6.40:—Med., have another taught, of the parents, Hdt.2.154, E.Med.295, Pl.Ep.360e:—Pass., c. inf., S.Tr. 1110, etc.; αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ' ἐκδιδάσκεται Id.El.621; ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον..having learnttoo late from those at home, Id.Tr.934.    2 c. acc. pers. et inf., to teach one to be so and so, εἶναι κακήν Id.El.395, cf. Ant.298; ἐπιθυμεῖν (sc. αὐτοὺς) ἐξεδίδαξα Ar.Ra.1026: with inf. omitted, γενναίους ἐ. ib.1019.    3 explain, expound, ἐ. ὡς.. Hdt.4.118, S.OT1370: abs., ἐ. σαφῶς Com.Adesp. 14.9 D.

German (Pape)

[Seite 757] (s. διδάσκω, aor. ἐξεδιδάσκησα Pind. P. 4, 217), gründlich lehren; ἐκδιδάσκει πάνθ' ὁ γηράσκων χρόνος Aesch. Prom. 983; ὡς – Soph. O. R. 1370; seq. inf., El. 387; τινά τι, Phil. 600, wie Theocr. 24, 103; Antipho 5, 14; pass., ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον Soph. Trach. 930; mit folgdm ὡς, O. C. 1370, wie Her. 4, 118; καὶ σὺ τί δράσας οὕτως αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας, hast sie zu edlen Menschen herangebildet, gemacht, Ar. Ran. 1019; ἀδολεσχεῖν αὐτὸν ἐκδίδαξον Eupol. inc. 11. – Med., unterrichten, heranbilden lassen, παῖδας σοφούς Eur. Med. 295; Her. 2, 154; Plat. Epist. XIII, 360 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιδάσκω: μέλλ. -ξω, ποιητ. -διδασκήσω, Πινδ. Π. 4. 386· ― διδάσκω ἀκριβῶς, Λατ. edocere, ἐκδ. πάνθ’ ὁ γηράσκων χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 981, πρβλ. 698, κτλ.· ἐκδ. τινά τι Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Κ. 1539, Ἀντιφῶν 131. 8: ― Μέσ. βάλλω τινὰ νὰ διδαχθῇ, Ἡρόδ. 2. 154, Εὐρ. Μήδ. 296: ― Παθ., μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Τρ. 1110, κτλ.· αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται ὁ αὐτ. Ἠλ. 621· ὀψ’ ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ’ οἶκον..., ἀργὰ ἐκμαθών, πυθόμενος ἐκ τῶν κατ’ οἶκον ὑπηρετῶν, ὁ αὐτ. Τρ. 934. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., διδάσκω τινὰ νὰ εἶναι τοιοῦτοςτοιοῦτος, εἶναι κακὴν ὁ αὐτ. Ἠλ. 395, πρβλ. Ἀντ. 298: ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφάτου, γενναῖόν τινα ἐκδ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1019· μετὰ μόνου ἀπαρεμφ., ἐπιθυμεῖν ἐξεδίδαξα αὐτόθι 1026· ἐκδ. ὡς... Ἡρόδ. 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1370. ― Πρβλ. διδάσκω.