δελεάζω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] mit Köder versehen, [[νῶτον]] ὑὸς περὶ [[ἄγκιστρον]] δελεάζειν, als Lockspeise an einer Angel befestigen, Her. 2, 70; τὸ [[ἄγκιστρον]] ἰσχάδι, mit einer Feige als Köder versehen, Luc. Pisc. 47; ἐπί τινα ibd. 48, als Lockspeise gegen ihn gebrauchen; – τινά, anködern, anlocken, Isocr. 8, 34; übertr., betrügen, berücken, fangen, Pol. 6, 9, 6 u. a. Sp.; pass., ῥαστώνῃ καὶ σχολῇ δελεάζεσθαι Dem. 18, 45; χάριτι Pol. 38, 3, 11; γαστρί Xen. Mem. 2, 1, 4. – Med., an sich locken, Aesop. fab. 195.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] mit Köder versehen, [[νῶτον]] ὑὸς περὶ [[ἄγκιστρον]] δελεάζειν, als Lockspeise an einer Angel befestigen, Her. 2, 70; τὸ [[ἄγκιστρον]] ἰσχάδι, mit einer Feige als Köder versehen, Luc. Pisc. 47; ἐπί τινα ibd. 48, als Lockspeise gegen ihn gebrauchen; – τινά, anködern, anlocken, Isocr. 8, 34; übertr., betrügen, berücken, fangen, Pol. 6, 9, 6 u. a. Sp.; pass., ῥαστώνῃ καὶ σχολῇ δελεάζεσθαι Dem. 18, 45; χάριτι Pol. 38, 3, 11; γαστρί Xen. Mem. 2, 1, 4. – Med., an sich locken, Aesop. fab. 195.
}}
{{ls
|lstext='''δελεάζω''': μέλλ. –άσω, ([[δέλεαρ]]) ἐξαπατῶ ἢ [[συλλαμβάνω]] διὰ δολώματος, Ἰσοκρ. 166Α· τὴν γραῦν δ. λεπάστῃ Ἀντιφ. Ἀσκλ. 1.– Παθ., γαστρὶ δελεάζεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· [[ῥᾳστώνῃ]] καὶ σχολῇ Δημ. 241. 2. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[νῶτον]] ὑὸς περὶ [[ἄγκιστρον]], δ., θέτω πλάτην χοίρου εἰς τὸ [[ἄγκιστρον]] ὡς [[δόλωμα]], Ἡρόδ. 2. 70· [[ἀλλά]], δ. [[ἄγκιστρον]] ἰσχάδι, τὸ δολώνω διὰ σύκου, Λουκ. Ἁλ. 47· δ. [[ἄγκιστρον]] ἐπ’ ἄλλους, προσπαθῶ νὰ συλλάβω ἄλλους, [[αὐτόθι]] 48.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελεάζω Medium diacritics: δελεάζω Low diacritics: δελεάζω Capitals: ΔΕΛΕΑΖΩ
Transliteration A: deleázō Transliteration B: deleazō Transliteration C: deleazo Beta Code: delea/zw

English (LSJ)

(δέλεαρ)

   A entice or catch by a bait, τὴν γραῦν δ. λεπαστῇ Antiph.45, cf. Hdn.2.15.3; δ. τινὰς ἐπὶ πλεονεξίαν Onos.6.10:— Pass., γαστρὶ δελεάζεσθαι X.Mem.2.1.4, cf. Isoc.8.34, Epicur.Sent. Vat.16, Phld.Lib.p.14O.; ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ D.18.45; ὑπὸ χρημάτων, ὑπὸ τῆς ἡδονῆς, Luc.Apol.9, Jul.Or.6.185a.    II c. acc. cogn., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δ. put it on the hook as a bait, Hdt. 2.70; but δ. ἄγκιστρον ἰσχάδι bait it with a fig, Luc.Pisc.47; δ. ἄγκιστρον ἐπ' ἄλλους to catch others. ib.48.

German (Pape)

[Seite 543] mit Köder versehen, νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δελεάζειν, als Lockspeise an einer Angel befestigen, Her. 2, 70; τὸ ἄγκιστρον ἰσχάδι, mit einer Feige als Köder versehen, Luc. Pisc. 47; ἐπί τινα ibd. 48, als Lockspeise gegen ihn gebrauchen; – τινά, anködern, anlocken, Isocr. 8, 34; übertr., betrügen, berücken, fangen, Pol. 6, 9, 6 u. a. Sp.; pass., ῥαστώνῃ καὶ σχολῇ δελεάζεσθαι Dem. 18, 45; χάριτι Pol. 38, 3, 11; γαστρί Xen. Mem. 2, 1, 4. – Med., an sich locken, Aesop. fab. 195.

Greek (Liddell-Scott)

δελεάζω: μέλλ. –άσω, (δέλεαρ) ἐξαπατῶ ἢ συλλαμβάνω διὰ δολώματος, Ἰσοκρ. 166Α· τὴν γραῦν δ. λεπάστῃ Ἀντιφ. Ἀσκλ. 1.– Παθ., γαστρὶ δελεάζεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ Δημ. 241. 2. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον, δ., θέτω πλάτην χοίρου εἰς τὸ ἄγκιστρον ὡς δόλωμα, Ἡρόδ. 2. 70· ἀλλά, δ. ἄγκιστρον ἰσχάδι, τὸ δολώνω διὰ σύκου, Λουκ. Ἁλ. 47· δ. ἄγκιστρον ἐπ’ ἄλλους, προσπαθῶ νὰ συλλάβω ἄλλους, αὐτόθι 48.