ὑπωπιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(13_3)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1241.png Seite 1241]] Einen in's Gesicht schlagen, so daß er davon blaue Flecke unter den Augen bekommt; übh. Einem eine Beule schlagen; übertr., δαιμονίως ὑπωπιασμέναι (πόλεις) Ar. Pax 533.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1241.png Seite 1241]] Einen in's Gesicht schlagen, so daß er davon blaue Flecke unter den Augen bekommt; übh. Einem eine Beule schlagen; übertr., δαιμονίως ὑπωπιασμέναι (πόλεις) Ar. Pax 533.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπωπιάζω''': μέλλ. -άσω, [[τύπτω]] τινὰ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν, [[μωλωπίζω]] τινὰ κατὰ τὸν ὀφθαλμόν. ― Παθ., ἔχω τὸν ὀφθαλμὸν μεμωλωπισμένον, αἱ πόλεις… ὑπωπιασμέναι, «σφοδρῶς πληγεῖσαι ὑπὸ πολέμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 541· ἐπὶ ὑπωπιασμένου, «‘ᾠήθητε δ’ ἂν αὐτὸν [[εἶναι]] συκαμίνων κάλαθον’ ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ [[ὑπώπιον]]» Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, πρβλ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 89. ΙΙ. μεταφορ., [[δαμάζω]], νεκρώνω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ΄, 27· [[ὡσαύτως]], ἐνοχλῶ [[μεγάλως]], [[βασανίζω]], ἵνα μὴ εἰς [[τέλος]] ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 921F ([[ἔνθα]] ἕτεροι [[ὑποπιέζω]]), Λουκ. Νεκυομαντ. 5.
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπωπιάζω Medium diacritics: ὑπωπιάζω Low diacritics: υπωπιάζω Capitals: ΥΠΩΠΙΑΖΩ
Transliteration A: hypōpiázō Transliteration B: hypōpiazō Transliteration C: ypopiazo Beta Code: u(pwpia/zw

English (LSJ)

   A strike one under the eye, give him a black eye:—Pass., have a black eye, ὑπωπιασμέναι Ar.Pax541, cf. Arist.Rh.1413a20, D.L.6.89.    II metaph., bruise, mortify, 1 Ep.Cor.9.27; also, annoy greatly, wear out, τινα Ev.Luc.18.5, cf. Plu.2.921f (corr. Turnebus for ὑποπιέζω).

German (Pape)

[Seite 1241] Einen in's Gesicht schlagen, so daß er davon blaue Flecke unter den Augen bekommt; übh. Einem eine Beule schlagen; übertr., δαιμονίως ὑπωπιασμέναι (πόλεις) Ar. Pax 533.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπωπιάζω: μέλλ. -άσω, τύπτω τινὰ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν, μωλωπίζω τινὰ κατὰ τὸν ὀφθαλμόν. ― Παθ., ἔχω τὸν ὀφθαλμὸν μεμωλωπισμένον, αἱ πόλεις… ὑπωπιασμέναι, «σφοδρῶς πληγεῖσαι ὑπὸ πολέμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 541· ἐπὶ ὑπωπιασμένου, «‘ᾠήθητε δ’ ἂν αὐτὸν εἶναι συκαμίνων κάλαθον’ ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ ὑπώπιον» Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, πρβλ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 89. ΙΙ. μεταφορ., δαμάζω, νεκρώνω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ΄, 27· ὡσαύτως, ἐνοχλῶ μεγάλως, βασανίζω, ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 921F (ἔνθα ἕτεροι ὑποπιέζω), Λουκ. Νεκυομαντ. 5.