πρωτόπαλος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(b) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρωτόπᾰλος''': ὁ, ὁ πρῶτος λαχὼν νὰ ἀγωνισθῇ [[μονομάχος]], Δίων Κ. 72. 22· ἀντίθ. τῷ δευτερόπαλος, πρβλ. Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2663 (σ. 457), ἀλλ᾿ [[ἴσως]] τὸ [[πρωτόπαλος]] πλημμελῶς ἐγράφη ἀντὶ πρωτόπιλος, ὁ, Λατ. primipilus. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A a member of the πρῶτος πᾶλος (v. πᾶλος 11), of a gladiator, π. σεκουτόρων D.C.72.22.
German (Pape)
[Seite 805] ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπᾰλος: ὁ, ὁ πρῶτος λαχὼν νὰ ἀγωνισθῇ μονομάχος, Δίων Κ. 72. 22· ἀντίθ. τῷ δευτερόπαλος, πρβλ. Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2663 (σ. 457), ἀλλ᾿ ἴσως τὸ πρωτόπαλος πλημμελῶς ἐγράφη ἀντὶ πρωτόπιλος, ὁ, Λατ. primipilus.