Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔξαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0873.png Seite 873]] den Anfang machend; παρὰ δ' εἷσαν ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους, die die Klage anstimmten, Il. 24, 721; ὁ δ' [[ἔξαρχος]] Βρόμιος Eur. Bacch. 141, der den Reigen eröffnet, wie es Dem. 18, 960 von dem Vortänzer beim bacchischen Reigen neben [[προηγεμών]] gebraucht; vgl. Call. Del. 18; subst. der Urheber, στάσεως Polyaen. 2, 1, 14; der Erste, der Anführer, ἱερέων Plut. Num. 10, u. bes. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0873.png Seite 873]] den Anfang machend; παρὰ δ' εἷσαν ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους, die die Klage anstimmten, Il. 24, 721; ὁ δ' [[ἔξαρχος]] Βρόμιος Eur. Bacch. 141, der den Reigen eröffnet, wie es Dem. 18, 960 von dem Vortänzer beim bacchischen Reigen neben [[προηγεμών]] gebraucht; vgl. Call. Del. 18; subst. der Urheber, στάσεως Polyaen. 2, 1, 14; der Erste, der Anführer, ἱερέων Plut. Num. 10, u. bes. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἔξαρχος''': ὁ, ἡ, (ἄρχω) ὁ ἐξάρχων, ὁ ἀρχίζων τι, Λατ. auctor, [[μετὰ]] γεν., ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους Ἰλ Ω. 721. 2) ὁ ἀρχηγὸς ἢ [[κορυφαῖος]] τοῦ χοροῦ, Λατ. coryphaeus (πρβλ. τὸ ἑπόμ.)· [[ἔξαρχος]] καὶ προηγεμὼν καὶ [[κιστοφόρος]]... καὶ τὰ τοιαῦτα ὑπὸ τῶν γραϊδίων προσαγορευόμενος Δημ. 313. 27, ἴδε Spanh. ἐν Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 18, Elmsl. ἐν Εὐρ. Βάκχ. 141· [[καθόλου]], [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], τῶν ἱερέων Πλουτ. Νουμ. 10· τῆς στάσεως Πολύαιν. 2. 1, 14, κτλ.: - Παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ τοῖς Ἐκκλησ. 1) [[ἔπαρχος]], Ἕκτη Οἰκ. Σύνοδ. 660D. 2) [[ἀρχιεπίσκοπος]] ὁλοκλήρου ἐπαρχίας, Σύνοδ. Σάρδ. Καν. 6, Καρθ. Καν. 39. 3) ἐπιθεωρητὴς μοναστηρίων, = [[ἀρχιμανδρίτης]], Θεοδώρ. IV. 1317C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 133. 4. 4) ὁ φυλάττων τὴν τάξιν, ὁ εὐταξίας ἐν ταῖς συνεδρίαις συνόδου, Θεοδώρ. ΙΙΙ. 1409, Εὐαγρ. 2455Β.
}}
}}

Revision as of 11:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαρχος Medium diacritics: ἔξαρχος Low diacritics: έξαρχος Capitals: ΕΞΑΡΧΟΣ
Transliteration A: éxarchos Transliteration B: exarchos Transliteration C: eksarchos Beta Code: e)/carxos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (ἄρχω)

   A leader, beginner, c. gen., ἀοιδοὶ θρήνων ἔξαρχοι Il.24.721.    2 leader of a chorus, D.18.260: generally, leader, chief, τῶν ἱερέων (= pontifex maximus) Plu.Num.10; τῆς ἀποστάσεως, τῆς στάσεως, Polyaen.4.6.6 (pl.), 2.1.14 (pl.): military commander, Ael.Tact.9.2, Arr.Tact.10.1: ἔ. Παλμυρηνῶν, title of Odaenathus, OGI643; Συβαριτῶν Iamb.VP 17.74: metaph., δικαιοσύνην τὴν ἔ. καὶ ἡγεμονίδα τῶν ἀρετῶν Ph.1.347.

German (Pape)

[Seite 873] den Anfang machend; παρὰ δ' εἷσαν ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους, die die Klage anstimmten, Il. 24, 721; ὁ δ' ἔξαρχος Βρόμιος Eur. Bacch. 141, der den Reigen eröffnet, wie es Dem. 18, 960 von dem Vortänzer beim bacchischen Reigen neben προηγεμών gebraucht; vgl. Call. Del. 18; subst. der Urheber, στάσεως Polyaen. 2, 1, 14; der Erste, der Anführer, ἱερέων Plut. Num. 10, u. bes. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαρχος: ὁ, ἡ, (ἄρχω) ὁ ἐξάρχων, ὁ ἀρχίζων τι, Λατ. auctor, μετὰ γεν., ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους Ἰλ Ω. 721. 2) ὁ ἀρχηγὸς ἢ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ, Λατ. coryphaeus (πρβλ. τὸ ἑπόμ.)· ἔξαρχος καὶ προηγεμὼν καὶ κιστοφόρος... καὶ τὰ τοιαῦτα ὑπὸ τῶν γραϊδίων προσαγορευόμενος Δημ. 313. 27, ἴδε Spanh. ἐν Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 18, Elmsl. ἐν Εὐρ. Βάκχ. 141· καθόλου, ἡγεμών, ἀρχηγός, τῶν ἱερέων Πλουτ. Νουμ. 10· τῆς στάσεως Πολύαιν. 2. 1, 14, κτλ.: - Παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ τοῖς Ἐκκλησ. 1) ἔπαρχος, Ἕκτη Οἰκ. Σύνοδ. 660D. 2) ἀρχιεπίσκοπος ὁλοκλήρου ἐπαρχίας, Σύνοδ. Σάρδ. Καν. 6, Καρθ. Καν. 39. 3) ἐπιθεωρητὴς μοναστηρίων, = ἀρχιμανδρίτης, Θεοδώρ. IV. 1317C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 133. 4. 4) ὁ φυλάττων τὴν τάξιν, ὁ εὐταξίας ἐν ταῖς συνεδρίαις συνόδου, Θεοδώρ. ΙΙΙ. 1409, Εὐαγρ. 2455Β.