Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταδήμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(13_4)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' [[Ἥφαιστος]] [[μεταδήμιος]], [[ἀλλά]] που [[ἤδη]] οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – [[οἶνος]], einheimisch, D. Per. 744.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' [[Ἥφαιστος]] [[μεταδήμιος]], [[ἀλλά]] που [[ἤδη]] οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – [[οἶνος]], einheimisch, D. Per. 744.
}}
{{ls
|lstext='''μεταδήμιος''': -ον, ([[δῆμος]]) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ [[δήμιος]], [[ἐνδήμιος]]), [[μήτι]] κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ [[Ἥφαιστος]] [[μεταδήμιος]], δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν [[εἶναι]] [[ἐνταῦθα]], Θ. 293· [[οἶνος]] μ., = [[ἐπιχώριος]], Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεταδήμιος]]· [[ἔνδημος]]. [[τιμητικός]]».
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδήμιος Medium diacritics: μεταδήμιος Low diacritics: μεταδήμιος Capitals: ΜΕΤΑΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: metadḗmios Transliteration B: metadēmios Transliteration C: metadimios Beta Code: metadh/mios

English (LSJ)

ον, (δῆμος)

   A in the midst of or among the people, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη no harm be among the people, Od.13.46; in the country, οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μ. 8.293; οἶνος μ., = ἐπιχώριος, D.P. 744.

German (Pape)

[Seite 146] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – οἶνος, einheimisch, D. Per. 744.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδήμιος: -ον, (δῆμος) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ δήμιος, ἐνδήμιος), μήτι κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ Ἥφαιστος μεταδήμιος, δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν εἶναι ἐνταῦθα, Θ. 293· οἶνος μ., = ἐπιχώριος, Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταδήμιος· ἔνδημος. τιμητικός».