ἱππόκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(c2)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] roßsteil, [[ῥῆμα]], ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. [[ἱπποβάμων]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] roßsteil, [[ῥῆμα]], ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. [[ἱπποβάμων]].
}}
{{ls
|lstext='''ἱππόκρημνος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[κρημνώδης]], [[δύσβατος]], ἐπὶ λέξεων τὰς ὁποίας πρέπει νὰ σπάσῃ τις τὸ κεφάλι του [[ὅπως]] τὰς ἐννοήσῃ, γρυπαέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ’ ἱππόκρημνα, ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον Ἀριστοφ. Βάτρ. 929˙ ἴδε [[ἵππος]] VI.
}}
}}

Revision as of 11:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόκρημνος Medium diacritics: ἱππόκρημνος Low diacritics: ιππόκρημνος Capitals: ΙΠΠΟΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hippókrēmnos Transliteration B: hippokrēmnos Transliteration C: ippokrimnos Beta Code: i(ppo/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A tremendously steep, ἱ. ῥῆμα a neck-breaking word, Ar.Ra. 929.

German (Pape)

[Seite 1260] roßsteil, ῥῆμα, ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. ἱπποβάμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόκρημνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν κρημνώδης, δύσβατος, ἐπὶ λέξεων τὰς ὁποίας πρέπει νὰ σπάσῃ τις τὸ κεφάλι του ὅπως τὰς ἐννοήσῃ, γρυπαέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ’ ἱππόκρημνα, ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον Ἀριστοφ. Βάτρ. 929˙ ἴδε ἵππος VI.