ἀνυπόστολος: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(c2) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] unverhohlen, ohne Scheu, Sp., wie Ios.; auch adv. -στόλως, z. B. ὁμιλεῖν Alciphr. 3, 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] unverhohlen, ohne Scheu, Sp., wie Ios.; auch adv. -στόλως, z. B. ὁμιλεῖν Alciphr. 3, 39. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνυπόστολος''': -ον, ὁ μὴ ὑποκρυπτόμενος, [[ἐλεύθερος]], [[παρρησιαστικός]], [[ἄφοβος]], [[ῥήτωρ]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 21· τὸ τῆς ὀργῆς ἀνυπόστολον Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 16, 3, 1. - Ἐπίρρ. -λως [[Πολυδ]]. Δ΄, 24, Ἀλκίφρ. 3. 39, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:39, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A using no concealment, frank, fearless, ῥήτωρ Poll.4.21; τὸ ἀ. τῆς ὀργῆς J.AJ16.3.1. Adv. -λως D.Chr.13.16, Phld.Rh.1.109S., Alciphr.3.39, etc.
German (Pape)
[Seite 266] unverhohlen, ohne Scheu, Sp., wie Ios.; auch adv. -στόλως, z. B. ὁμιλεῖν Alciphr. 3, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόστολος: -ον, ὁ μὴ ὑποκρυπτόμενος, ἐλεύθερος, παρρησιαστικός, ἄφοβος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 21· τὸ τῆς ὀργῆς ἀνυπόστολον Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 16, 3, 1. - Ἐπίρρ. -λως Πολυδ. Δ΄, 24, Ἀλκίφρ. 3. 39, κτλ.