abuse: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(CSV3)
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|Text=[[File:woodhouse_5.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_5.jpg}}]]'''v. trans.'''
|Text=[[File:woodhouse_5.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_5.jpg}}]]'''v. trans.'''


<b class="b2">Misuse</b>: P. ἀποχρῆσθαι (dat.).
[[misuse]]: P. ἀποχρῆσθαι (dat.).


<b class="b2">Speak evil of</b>: P. and V. κακῶς [[λέγω|λέγειν]], [[διαβάλλω|διαβάλλειν]], λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, ὀνειδίζειν (dat.), P. κακίζειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or [[κατά]], gen.), ἐπηρεάζειν (dat.), Ar. and P. συκοφαντεῖν, V. ἐξονειδίζειν, κακοστομεῖν, δυσφημεῖν, δεννάζειν, δυστομεῖν, κυδάζεσθαι (dat.).
<b class="b2">Speak evil of</b>: P. and V. κακῶς [[λέγω|λέγειν]], [[διαβάλλω|διαβάλλειν]], λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, ὀνειδίζειν (dat.), P. κακίζειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or [[κατά]], gen.), ἐπηρεάζειν (dat.), Ar. and P. συκοφαντεῖν, V. ἐξονειδίζειν, κακοστομεῖν, δυσφημεῖν, δεννάζειν, δυστομεῖν, κυδάζεσθαι (dat.).
Line 8: Line 8:
'''subs.'''
'''subs.'''


<b class="b2">Reproach, insult</b>: P. and V. [[ὕβρις]], ἡ, [[ὄνειδος]], τό, [[διαβολή]], ἡ, P. [[ἐπήρεια]], ἡ, [[βλασφημία]], ἡ, [[κακηγορία]], ἡ, [[βασκανία]], ἡ, Ar. and P. [[συκοφαντία]], ἡ, [[λοιδορία]], ἡ.
[[reproach]], [[insult]]: P. and V. [[ὕβρις]], ἡ, [[ὄνειδος]], τό, [[διαβολή]], ἡ, P. [[ἐπήρεια]], ἡ, [[βλασφημία]], ἡ, [[κακηγορία]], ἡ, [[βασκανία]], ἡ, Ar. and P. [[συκοφαντία]], ἡ, [[λοιδορία]], ἡ.


<b class="b2">Mischief, evil</b>: P. and V. κακόν, τό.
[[mischief]], [[evil]]: P. and V. κακόν, τό.
}}
}}

Revision as of 11:33, 8 August 2017

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 5.jpg

v. trans.

misuse: P. ἀποχρῆσθαι (dat.).

Speak evil of: P. and V. κακῶς λέγειν, διαβάλλειν, λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, ὀνειδίζειν (dat.), P. κακίζειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or κατά, gen.), ἐπηρεάζειν (dat.), Ar. and P. συκοφαντεῖν, V. ἐξονειδίζειν, κακοστομεῖν, δυσφημεῖν, δεννάζειν, δυστομεῖν, κυδάζεσθαι (dat.).

subs.

reproach, insult: P. and V. ὕβρις, ἡ, ὄνειδος, τό, διαβολή, ἡ, P. ἐπήρεια, ἡ, βλασφημία, ἡ, κακηγορία, ἡ, βασκανία, ἡ, Ar. and P. συκοφαντία, ἡ, λοιδορία, ἡ.

mischief, evil: P. and V. κακόν, τό.