στεγάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεγάζω''': μελλ. -άσω, = [[στέγω]], [[σκεπάζω]], ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος [[ὅπερ]] σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· [[καλύπτω]] διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., [[ὕπνος]] στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, ἔχον [[κατάστρωμα]], Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.
|lstext='''στεγάζω''': μελλ. -άσω, = [[στέγω]], [[σκεπάζω]], ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος [[ὅπερ]] σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· [[καλύπτω]] διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., [[ὕπνος]] στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, ἔχον [[κατάστρωμα]], Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.
}}
{{bailly
|btext=couvrir, envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[στέγη]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγάζω Medium diacritics: στεγάζω Low diacritics: στεγάζω Capitals: ΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: stegázō Transliteration B: stegazō Transliteration C: stegazo Beta Code: stega/zw

English (LSJ)

   A = στέγω, cover, ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα X.Cyr.7.1.33; τὸ στεγάζον, of the body which covers the soul, Epicur.Ep.1p.21U., cf.pp.8,20 U. (Pass.); roof a building, IG22.1046.16 (i B.C.), LXX 2 Ch.34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις OGI483.126 (Pergam., ii A.D.): metaph., στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3; ὕπνος σ. τινά covers, embraces, S.El.781:—Pass., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Thphr.CP1.12.3, cf. X.Oec.19.13; πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho 5.22; ἵνα στεγασθῇ (sc. τὰ χώματα) be rendered water-tight, PSI5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη roofed, PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 931] = στέγω, bedecken; ὕπνον ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., Xen. Oec. 19, 13; πλοῖον ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.

Greek (Liddell-Scott)

στεγάζω: μελλ. -άσω, = στέγω, σκεπάζω, ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος ὅπερ σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· καλύπτω διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., ὕπνος στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. πλοῖον ἐστεγασμένον, ἔχον κατάστρωμα, Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.

French (Bailly abrégé)

couvrir, envelopper.
Étymologie: στέγη.