διορθωτής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, [[ἐπανορθωτής]], Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239. | |lstext='''διορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, [[ἐπανορθωτής]], Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />réformateur.<br />'''Étymologie:''' [[διορθόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A a corrector, τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1. 2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.