στεῖρος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεῖρος''': ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ [[στέριφος]] ΙΙ, [[στεῖρος]], [[ἄγονος]], Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ [[στεῖρος]] οὖσα [[μόσχος]] Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. [[στεῖρα]], ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453. | |lstext='''στεῖρος''': ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ [[στέριφος]] ΙΙ, [[στεῖρος]], [[ἄγονος]], Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ [[στεῖρος]] οὖσα [[μόσχος]] Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. [[στεῖρα]], ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ, ἡ)<br /><i>adj. f. c.</i> [[στεῖρα]];<br /><i>adj. m.</i> eunuque.<br />'''Étymologie:''' p. *στέρjος, cf. <i>lat.</i> sterilis. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ον E.Andr.711,
A barren, of females, ἣ στεῖρος (v.l. for στερρὸς (B)) οὖσα μόσχος E. l.c.; εὐνούχους στείρους Man.1.125.
German (Pape)
[Seite 933] (στεῤῥός, eigtl. starr, steif, vgl. στέριφος), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῦν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen.
Greek (Liddell-Scott)
στεῖρος: ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ στέριφος ΙΙ, στεῖρος, ἄγονος, Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ στεῖρος οὖσα μόσχος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. στεῖρα, ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
adj. f. c. στεῖρα;
adj. m. eunuque.
Étymologie: p. *στέρjος, cf. lat. sterilis.