ἐμβατεύω: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβατεύω''': περιπατῶ, [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[μέρος]] τι, [[συχνάζω]], τὸ πλεῖστον μετ᾿ αἰτιατ., ἐπὶ τῶν προστατηρίων ἢ πολιοῦχων θεῶν, [[νῆσος]]... ἣν ὁ [[φιλόχορος]] Πὰν ἐμβατεύει. Αἰσχύλ. Πέρσ. 449 (ἴδε Blomf. 455), πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 595· Πὰν Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22· ἵνα... [[Διόνυσος]] ἐμβατεύει Σοφ. Ο. Κ. 679· ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. ἐπὶ τῆς πρώτης ἁπλῆς σημασίας, θέτω τὸν [[πόδα]] εἴς τι, μήτ’ ἐμβατεύειν πατρίδος Σοφ. Ο. Τ. 825· πρβλ. [[ἐμβαίνω]] Ι. 6. ΙΙ. ἐμβατ. κλήρους χθονός, εἰσέρχεσθαι εἰς, λαμβάνειν κατοχήν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 876· ἀλλὰ συνηθέστερον, ἐμβατεύειν εἰς τὴν ναῦν, λαμβάνειν κατοχὴν τοῦ πλοίου, Δημ. 894. 8· καὶ ἐνεβάτευσεν [[οὕτως]] εἰς τὴν οὐσίαν ὁ αὐτ. 1086. 19· εἰς τὸ [[χωρίον]] Ἰσαῖος 74. 42, ἴδε Βοίκχ. Συλλ. Ἐπιγρ. 88. ΙΙΙ. ἐπὶ ἄρρενος ζῴου, [[ἐπιβαίνω]], βατεύω, καὶ ἀφίησιν αὐτῷ (τῷ Κερβέρῳ) κύνας θηλείας ἐμβατεύειν Παλαίφ. 40. 3.
|lstext='''ἐμβατεύω''': περιπατῶ, [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[μέρος]] τι, [[συχνάζω]], τὸ πλεῖστον μετ᾿ αἰτιατ., ἐπὶ τῶν προστατηρίων ἢ πολιοῦχων θεῶν, [[νῆσος]]... ἣν ὁ [[φιλόχορος]] Πὰν ἐμβατεύει. Αἰσχύλ. Πέρσ. 449 (ἴδε Blomf. 455), πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 595· Πὰν Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22· ἵνα... [[Διόνυσος]] ἐμβατεύει Σοφ. Ο. Κ. 679· ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. ἐπὶ τῆς πρώτης ἁπλῆς σημασίας, θέτω τὸν [[πόδα]] εἴς τι, μήτ’ ἐμβατεύειν πατρίδος Σοφ. Ο. Τ. 825· πρβλ. [[ἐμβαίνω]] Ι. 6. ΙΙ. ἐμβατ. κλήρους χθονός, εἰσέρχεσθαι εἰς, λαμβάνειν κατοχήν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 876· ἀλλὰ συνηθέστερον, ἐμβατεύειν εἰς τὴν ναῦν, λαμβάνειν κατοχὴν τοῦ πλοίου, Δημ. 894. 8· καὶ ἐνεβάτευσεν [[οὕτως]] εἰς τὴν οὐσίαν ὁ αὐτ. 1086. 19· εἰς τὸ [[χωρίον]] Ἰσαῖος 74. 42, ἴδε Βοίκχ. Συλλ. Ἐπιγρ. 88. ΙΙΙ. ἐπὶ ἄρρενος ζῴου, [[ἐπιβαίνω]], βατεύω, καὶ ἀφίησιν αὐτῷ (τῷ Κερβέρῳ) κύνας θηλείας ἐμβατεύειν Παλαίφ. 40. 3.
}}
{{bailly
|btext=entrer dans, gén. ; <i>en parl. des dieux</i> fréquenter (un lieu qui leur est consacré), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάτης]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβᾰτεύω Medium diacritics: ἐμβατεύω Low diacritics: εμβατεύω Capitals: ΕΜΒΑΤΕΥΩ
Transliteration A: embateúō Transliteration B: embateuō Transliteration C: emvateyo Beta Code: e)mbateu/w

English (LSJ)

   A step in or on, frequent, haunt: c. acc., of tutelary gods, νῆσος . . ἣν ὁ φιλόχορος Πὰν ἐμβατεύει A.Pers.449, cf. E.El.595; Πὰν Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων Cratin. 321; ἵνα Διόνυσος ἐμβατεύει S.OC679 (lyr.): c. dat., ὁ -εύων τῷ χωρίῳ δαίμων D.H.1.77: c. gen., in simple sense, set foot upon, μήτ' ἐμβατεύειν πατρίδος S.OT825: abs., enter a sacred cave, OGI530.15 (Iasus).    II ἐ. κλήρους χθονός enter on, come into possession of, E. Heracl.876, cf. LXXJo.19.49: more freq. ἐ. εἰς τὴν ναῦν enter on possession of the vessel, D.33.6; εἰς τὴν οὐσίαν Id.44.19; εἰς τὸ χωρίον Is.9.3: abs., enter on an inheritance, PEleph.2.14 (iii B.C.).    2 metaph., νέων ψυχάς Him.Or.4.5.    III mount, cover, of the male, Palaeph.39.    IV to be initiated into the mysteries, Jahresh.15.46 (Notium), cf. Ep.Col.2.18.

German (Pape)

[Seite 805] 1) hinein-, darauftreten; πόλιν, betreten, Eur. El. 595; auch π ατρίδος, Soph. O. R. 825; ἵν' ὁ Βακχιώτας Διόνυσος ἐμβατεύει O. C. 685, wo er als Schutzgott wandelt (vgl. ἀμφιβαίνω); so νῆσον ὁ φιλόχορος Πὰν ἐμβατεύει Aesch. Pers. 441; vgl. Cratin. bei E. M. 183, 24; Eur. Rhes. 225; so aufzufassen ὁ ἐμβατεύων τῷ χωρίῳ δαίμων D. Hal. 1, 77. – Bes. κλήρους χθονός, den Besitz antreten, Eur. Heracl. 876; εἰς τὸ πλοῖον, sich in den Besitz des Fahrzeugs setzen, Dem. 33, 6; εἰς τὴν οὐσίαν 44, 16. 19, die Erbschaft antreten; εἰς τὸ χωρίον Is. 9, 3. – 2) bespringen, Palaephat. 40, 3

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβατεύω: περιπατῶ, εἰσέρχομαι εἰς μέρος τι, συχνάζω, τὸ πλεῖστον μετ᾿ αἰτιατ., ἐπὶ τῶν προστατηρίων ἢ πολιοῦχων θεῶν, νῆσος... ἣν ὁ φιλόχορος Πὰν ἐμβατεύει. Αἰσχύλ. Πέρσ. 449 (ἴδε Blomf. 455), πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 595· Πὰν Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22· ἵνα... Διόνυσος ἐμβατεύει Σοφ. Ο. Κ. 679· ἀλλὰ μετὰ γεν. ἐπὶ τῆς πρώτης ἁπλῆς σημασίας, θέτω τὸν πόδα εἴς τι, μήτ’ ἐμβατεύειν πατρίδος Σοφ. Ο. Τ. 825· πρβλ. ἐμβαίνω Ι. 6. ΙΙ. ἐμβατ. κλήρους χθονός, εἰσέρχεσθαι εἰς, λαμβάνειν κατοχήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 876· ἀλλὰ συνηθέστερον, ἐμβατεύειν εἰς τὴν ναῦν, λαμβάνειν κατοχὴν τοῦ πλοίου, Δημ. 894. 8· καὶ ἐνεβάτευσεν οὕτως εἰς τὴν οὐσίαν ὁ αὐτ. 1086. 19· εἰς τὸ χωρίον Ἰσαῖος 74. 42, ἴδε Βοίκχ. Συλλ. Ἐπιγρ. 88. ΙΙΙ. ἐπὶ ἄρρενος ζῴου, ἐπιβαίνω, βατεύω, καὶ ἀφίησιν αὐτῷ (τῷ Κερβέρῳ) κύνας θηλείας ἐμβατεύειν Παλαίφ. 40. 3.

French (Bailly abrégé)

entrer dans, gén. ; en parl. des dieux fréquenter (un lieu qui leur est consacré), acc..
Étymologie: ἐμβάτης.