εἷμα: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἷμα''': τό, ([[ἕννυμι]]) [[ἔνδυμα]], [[ἱμάτιον]]· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] συχνή, ὁτὲ μὲν μόνη [[μετὰ]] τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ ἐνδύματος, ὁτὲ δὲ [[μετὰ]] τῶν προσδιορισμῶν, [[φᾶρος]], [[χλαῖνα]] καὶ [[χιτών]], ὡς: πὰρ δ’ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν Ὀδ. Ζ. 214· ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν Κ. 542· παρ’ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, [[ἐπανωφόριον]], ὡς τὸ [[ἱμάτιον]], 1. 155., 2. 81, Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Ο. Τ. 1268. ΙΙ. βραδύτερον, [[σκέπασμα]], [[τάπης]], [[στρῶμα]], [[περίστρωμα]], ὡς τὸ [[φᾶρος]], μηδ’ εἵμασι στρώσασ’ ἐπίφθονον πόρον τίθει Αἰσχύλ. Ἀγ. 921. 963· ὑφ’ εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων Σοφ. Αἴ. 1145. | |lstext='''εἷμα''': τό, ([[ἕννυμι]]) [[ἔνδυμα]], [[ἱμάτιον]]· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] συχνή, ὁτὲ μὲν μόνη [[μετὰ]] τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ ἐνδύματος, ὁτὲ δὲ [[μετὰ]] τῶν προσδιορισμῶν, [[φᾶρος]], [[χλαῖνα]] καὶ [[χιτών]], ὡς: πὰρ δ’ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν Ὀδ. Ζ. 214· ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν Κ. 542· παρ’ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, [[ἐπανωφόριον]], ὡς τὸ [[ἱμάτιον]], 1. 155., 2. 81, Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Ο. Τ. 1268. ΙΙ. βραδύτερον, [[σκέπασμα]], [[τάπης]], [[στρῶμα]], [[περίστρωμα]], ὡς τὸ [[φᾶρος]], μηδ’ εἵμασι στρώσασ’ ἐπίφθονον πόρον τίθει Αἰσχύλ. Ἀγ. 921. 963· ὑφ’ εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων Σοφ. Αἴ. 1145. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> vêtement <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>postér.</i> vêtement de dessus, manteau (<i>cf</i>. [[ἱμάτιον]]);<br /><b>3</b> couverture.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝες, vêtir ; v. [[ἕννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, Aeol. ἔμμα Alc.Supp.4.21 (pl.), Lyr.Alex.Adesp.9 (pl.); Cret. ϝῆμα Leg.Gort.3.38 (but gen. fem.
A ϝήμας 5.40): (ἕννυμι): —garment, freq. in Hom., in pl., φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ' ἔθηκαν Od.6.214; χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν 10.542: in Hdt. mostly, over-garment, like ἱμάτιον, 1.155, 2.81, cf. A.Ch.81 (lyr.), S. OT1268; ἀγῶνα γυμνικόν ἐν εἵμασι Inscr.Prien.112.91 (i B. C.). II rug, carpet, A.Ag.921,963, S.Aj.1145.
German (Pape)
[Seite 730] τό (ἕννυμι), der Anzug, das Kleid, Gewand; Hom. εἵματα ἕσσεν u. mit hinzugefügter näherer Bestimmung πὰρ δ' ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ' ἔθηκαν, das Ober- u. Untergewand, Od. 6, 214. 10, 542; Pind. P. 4, 232; Theocr. 21, 13 u. oft; Her. 1, 10. Auch = Decke, Teppich, Aesch. Ag. 895. 934.
Greek (Liddell-Scott)
εἷμα: τό, (ἕννυμι) ἔνδυμα, ἱμάτιον· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ λέξις εἶναι συχνή, ὁτὲ μὲν μόνη μετὰ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ ἐνδύματος, ὁτὲ δὲ μετὰ τῶν προσδιορισμῶν, φᾶρος, χλαῖνα καὶ χιτών, ὡς: πὰρ δ’ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν Ὀδ. Ζ. 214· ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν Κ. 542· παρ’ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπανωφόριον, ὡς τὸ ἱμάτιον, 1. 155., 2. 81, Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Ο. Τ. 1268. ΙΙ. βραδύτερον, σκέπασμα, τάπης, στρῶμα, περίστρωμα, ὡς τὸ φᾶρος, μηδ’ εἵμασι στρώσασ’ ἐπίφθονον πόρον τίθει Αἰσχύλ. Ἀγ. 921. 963· ὑφ’ εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων Σοφ. Αἴ. 1145.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 dans Hom. vêtement en gén.
2 postér. vêtement de dessus, manteau (cf. ἱμάτιον);
3 couverture.
Étymologie: R. Ϝες, vêtir ; v. ἕννυμι.