διαβήτης: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβήτης''': -ου, ὁ, ([[διαβαίνω]]) τὸ γνωστὸν [[ἐργαλεῖον]] κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῶν διεστώτων [[αὐτοῦ]] σκελῶν, Λατ. circinus, Ἀριστοφ. Νεφ. 178, Ὄρν. 1003, Πλάτ. Φιλήβ. 56Β καὶ Πλουτ. 2. 802Ε. (Ἐν τοῖς δύο τελευταίοις χωρίοις πολλοὶ νομίζουσιν ὅτι σημαίνει τὴν στάθμην τῶν τεκτόνων (libella), ἀλλ' [[ἄνευ]] λόγου). ΙΙ. ὁ [[σίφων]] (τρούμπα), Λατ. diabetes, Columella 3. 10, Ἥρων Πνευμ. σ. 156. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἡ [[νόσος]] [[διαβήτης]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2. | |lstext='''διαβήτης''': -ου, ὁ, ([[διαβαίνω]]) τὸ γνωστὸν [[ἐργαλεῖον]] κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῶν διεστώτων [[αὐτοῦ]] σκελῶν, Λατ. circinus, Ἀριστοφ. Νεφ. 178, Ὄρν. 1003, Πλάτ. Φιλήβ. 56Β καὶ Πλουτ. 2. 802Ε. (Ἐν τοῖς δύο τελευταίοις χωρίοις πολλοὶ νομίζουσιν ὅτι σημαίνει τὴν στάθμην τῶν τεκτόνων (libella), ἀλλ' [[ἄνευ]] λόγου). ΙΙ. ὁ [[σίφων]] (τρούμπα), Λατ. diabetes, Columella 3. 10, Ἥρων Πνευμ. σ. 156. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἡ [[νόσος]] [[διαβήτης]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> compas;<br /><b>2</b> fil à plomb.<br />'''Étymologie:''' [[διαβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (διαβαίνω)
A compass, so called from its outstretched legs, Ar.Nu.178, Av.1003. 2 carpenter's or stonemason's rule, ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην IG12(2).11.20 (Lesbos), cf. ib.2.1054.10, Pl.Phlb.56b, Plu.2.802f, Sch.Il.2.765. II siphon, Colum.3.10, HeroSpir.1.29. III Medic., the disease diabetes, Aret.SD2.2, Philagr. ap. Orib.5.19.9, Gal.8.394.
Greek (Liddell-Scott)
διαβήτης: -ου, ὁ, (διαβαίνω) τὸ γνωστὸν ἐργαλεῖον κληθὲν οὕτως ἐκ τῶν διεστώτων αὐτοῦ σκελῶν, Λατ. circinus, Ἀριστοφ. Νεφ. 178, Ὄρν. 1003, Πλάτ. Φιλήβ. 56Β καὶ Πλουτ. 2. 802Ε. (Ἐν τοῖς δύο τελευταίοις χωρίοις πολλοὶ νομίζουσιν ὅτι σημαίνει τὴν στάθμην τῶν τεκτόνων (libella), ἀλλ' ἄνευ λόγου). ΙΙ. ὁ σίφων (τρούμπα), Λατ. diabetes, Columella 3. 10, Ἥρων Πνευμ. σ. 156. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἡ νόσος διαβήτης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 compas;
2 fil à plomb.
Étymologie: διαβαίνω.