ἄκυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκῠλος''': ὁ, [[εἶδος]] βαλάνου διδομένης εἰς τοὺς χοίρους [[μετὰ]] τῆς κοινῆς βαλάνου, Ὀδ. Κ. 242, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 6, 4: - ὁ [[καρπὸς]] τοῦ πρίνου, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· πρβλ. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 16. 3. ([[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. âç (edere, ἐσθίειν)).
|lstext='''ἄκῠλος''': ὁ, [[εἶδος]] βαλάνου διδομένης εἰς τοὺς χοίρους [[μετὰ]] τῆς κοινῆς βαλάνου, Ὀδ. Κ. 242, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 6, 4: - ὁ [[καρπὸς]] τοῦ πρίνου, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· πρβλ. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 16. 3. ([[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. âç (edere, ἐσθίειν)).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />gland comestible, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. obsc.
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκῠλος Medium diacritics: ἄκυλος Low diacritics: άκυλος Capitals: ΑΚΥΛΟΣ
Transliteration A: ákylos Transliteration B: akylos Transliteration C: akylos Beta Code: a)/kulos

English (LSJ)

(ἡ, Theoc.5.94), the

   A acorn of Quercus Ilex, given to swine with βάλανος, Od.10.242, Pherecr. 186, Arist.HA595a29, cf. Amphis 38, Thphr.HP3.16.3 :—used in games, Poll.9.103.    II ornament or jewel in form of acorn, IG2.767b11 :—neut., ἄκυλον, τό, Ἐφ. Ἀρχ.1895.70.

German (Pape)

[Seite 87] ἡ, die eßbare Eichel, Frucht der πρῖνος, Amphis bei Ath. II, 50 e, u. der ἀρία, Theophr. H. Pl. 3, 16; Hom. einmal, Od. 10, 242 πάρ ῥ' ἄκυλον βάλανόν τ' ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης; Theocr. 5, 94; neben βάλανος Phereer. B. A. 373.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκῠλος: ὁ, εἶδος βαλάνου διδομένης εἰς τοὺς χοίρους μετὰ τῆς κοινῆς βαλάνου, Ὀδ. Κ. 242, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 6, 4: - ὁ καρπὸς τοῦ πρίνου, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· πρβλ. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 16. 3. (ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. âç (edere, ἐσθίειν)).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
gland comestible, fruit.
Étymologie: DELG orig. obsc.