ἐπαναίρω: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαναίρω''': ἀνυψῶ, ἐπαναίρουσαι τὰς κεφαλὰς Ξεν. Κυν. 6, 23: - Μέσ. κἀπαναίρονται [[δόρυ]] ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ κἀπαναιροῦνται), ἐγείρουσι τὰ δόρατα ὁ εἷς κατὰ τοῦ ἄλλου, Σοφ. Ο. Κ. 424· ἀλλ’, ἐπανήρατο τὴν βακτηρίαν, «ἐπανετείνατο πλήξων» (Σχόλ.), Θουκ. 8. 84: - Παθ., ἀνεγείρομαι, ἀλλ’ ἐπαναίρου, [[κᾆτα]] καθίζου μαλακῶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 784. | |lstext='''ἐπαναίρω''': ἀνυψῶ, ἐπαναίρουσαι τὰς κεφαλὰς Ξεν. Κυν. 6, 23: - Μέσ. κἀπαναίρονται [[δόρυ]] ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ κἀπαναιροῦνται), ἐγείρουσι τὰ δόρατα ὁ εἷς κατὰ τοῦ ἄλλου, Σοφ. Ο. Κ. 424· ἀλλ’, ἐπανήρατο τὴν βακτηρίαν, «ἐπανετείνατο πλήξων» (Σχόλ.), Θουκ. 8. 84: - Παθ., ἀνεγείρομαι, ἀλλ’ ἐπαναίρου, [[κᾆτα]] καθίζου μαλακῶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 784. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=lever, élever;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπαναίρομαι (<i>ao.</i> ἐπανηράμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], ἀναίρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
A lift up, raise high, τὰς κεφαλάς X.Cyn.6.23:—Med., κἀπαναίρονται δόρυ (Herm. for κἀπαναιροῦνται) raise the spear one against the other, S.OC 424; but ἐπανήρατο τὴν βακτηρίαν raised his staff against him, Th.8.84, cf. Hsch. s.v. ἐπανήραντο:—Pass., rise up, ἀλλ' ἐπαναίρου Ar.Eq. 784.
German (Pape)
[Seite 900] (s. αἴρω), in die Höhe, aufheben; τὰς κεφαλάς Xen. Cyn. 6, 23; im med., κἀπαναίρονται δόρυ Soph. O. C. 425; ἐπανήρατο τὴν βακτηρίαν τινί, seinen Stab gegen Einen, Thuc. 8, 84; – sich erheben, Ggstz καθίζεσθαι, Ar. Equ. 781.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναίρω: ἀνυψῶ, ἐπαναίρουσαι τὰς κεφαλὰς Ξεν. Κυν. 6, 23: - Μέσ. κἀπαναίρονται δόρυ (οὕτως ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ κἀπαναιροῦνται), ἐγείρουσι τὰ δόρατα ὁ εἷς κατὰ τοῦ ἄλλου, Σοφ. Ο. Κ. 424· ἀλλ’, ἐπανήρατο τὴν βακτηρίαν, «ἐπανετείνατο πλήξων» (Σχόλ.), Θουκ. 8. 84: - Παθ., ἀνεγείρομαι, ἀλλ’ ἐπαναίρου, κᾆτα καθίζου μαλακῶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 784.
French (Bailly abrégé)
lever, élever;
Moy. ἐπαναίρομαι (ao. ἐπανηράμην) m. sign.
Étymologie: ἐπί, ἀναίρω.