αὐτοτελής: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοτελής''': -ές, ὁ τελειῶν ἐν ἑαυτῷ, [[τέλειος]] ἐν ἑαυτῷ, Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 9, Πολιτικ. 7. 3, 8: ― Ἐπίρρ. -λῶς, ἐντελῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 85. 2) [[ἀπόλυτος]], [[αὐθύπαρκτος]], Οὐϋττεμβ. Πλούτ. 2. 122Ε. 3) [[ἀπόλυτος]], μετ’ αὐτοτελοῦς δυνάμεως, Δίων Κ. 52. 22· περὶ τινος Πολύβ. 3. 4, 4· [[πρός]] τι [[αὐτόθι]] 36. 2· [[δίκη]] Σουίδ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, ὡς θέλει τις, οὐκ αὐτ., ἀλλ’ ἀκριβῶς Λυσ. Ἀποσπ. 22, πρβλ. Πολύβ. 3. 29, 3, Α. Β. 467. 4) ὁ εἰς ἑαυτὸν ἀρχῶν, [[ἐπαρκής]]· [[ὡσαύτως]] ὁ ὑποστηρίζων ἑαυτόν, ἱππεῖς Λουκ. Τόξ. 54. 5) ἀπλύτως κατορθωθείς, ἐν οἷς δ’ αὐτοτελὴς ἡ [[νίκη]] γίνεται τῶν ἡγουμένων, ὑπὸ τῶν ἡγουμένων, Πολύβ. 5. 12, 4. ΙΙ. ([[τέλος]] ΙV) ὁ ἑαυτὸν φορολογῶν, αὐτοφορολογούμενος, Θουκ. 18, πρβλ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 55. | |lstext='''αὐτοτελής''': -ές, ὁ τελειῶν ἐν ἑαυτῷ, [[τέλειος]] ἐν ἑαυτῷ, Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 9, Πολιτικ. 7. 3, 8: ― Ἐπίρρ. -λῶς, ἐντελῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 85. 2) [[ἀπόλυτος]], [[αὐθύπαρκτος]], Οὐϋττεμβ. Πλούτ. 2. 122Ε. 3) [[ἀπόλυτος]], μετ’ αὐτοτελοῦς δυνάμεως, Δίων Κ. 52. 22· περὶ τινος Πολύβ. 3. 4, 4· [[πρός]] τι [[αὐτόθι]] 36. 2· [[δίκη]] Σουίδ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, ὡς θέλει τις, οὐκ αὐτ., ἀλλ’ ἀκριβῶς Λυσ. Ἀποσπ. 22, πρβλ. Πολύβ. 3. 29, 3, Α. Β. 467. 4) ὁ εἰς ἑαυτὸν ἀρχῶν, [[ἐπαρκής]]· [[ὡσαύτως]] ὁ ὑποστηρίζων ἑαυτόν, ἱππεῖς Λουκ. Τόξ. 54. 5) ἀπλύτως κατορθωθείς, ἐν οἷς δ’ αὐτοτελὴς ἡ [[νίκη]] γίνεται τῶν ἡγουμένων, ὑπὸ τῶν ἡγουμένων, Πολύβ. 5. 12, 4. ΙΙ. ([[τέλος]] ΙV) ὁ ἑαυτὸν φορολογῶν, αὐτοφορολογούμενος, Θουκ. 18, πρβλ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> ([[τέλος]] fin) qui a sa fin en soi :<br /><b>1</b> complet <i>ou</i> parfait en soi, absolu;<br /><b>2</b> qui subsiste par soi-même;<br /><b>3</b> qui se suffit à soi-même ; indépendant;<br /><b>4</b> qui porte en soi sa fin <i>ou</i> sa conclusion, décisif ; sans appel (jugement);<br /><b>II.</b> ([[τέλος]] impôt) qui se taxe <i>ou</i> s’impose soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[τέλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A ending in itself, complete in itself, ὁρισμός Arist.Top.102b13, cf. Ocell.1.7; θεωρίαι αὐ. καὶ αὑτῶν ἕνεκα Arist.Pol.1325b20; esp. in Gramm., λεκτόν Stoic.2.58; λόγος A.D.Synt.3.5, al.; ἀξίωμα S.E.M.8.79; διάνοια Hdn.Fig.p.93S.; ῥῆμα an intransitive verb, A.D.Synt.116.11; of unity, Theol.Ar.5, cf. Orph.Fr.247.10. Adv. -λῶς, opp. κατὰ συναφήν, independently, separately, Epicur.Ep.2p.36U. b perfect, complete, fully-grown, Nonn.D.7.154,al. 2 self-sufficing, αὐ. καὶ ἀπροσδεᾶ φιλοσοφίας Plu.2.122e; of personal character, independent, προχείρου ἀ. εὐβούλου Phld.Herc.1457.5. 3 absolute, with full powers, στρατηγός Plu.2.754d, cf. D.C.52.22; αὐ. κρίνειν, opp. προανακρίνειν, Arist.Ath.3.5, cf. 53.2. 4 final, ψήφισμα without appeal, Hyp.Eux.15; δίκη Hsch., Suid.; διαλήψεις Plb.3.4.4; αὐ. πρὸς γνῶσιν καὶ σαφήνειαν ib.36.2; αἰτίαν Chrysipp.Stoic.2.292. Adv. -λῶς at one's own discretion, arbitrarily, οὐκ αὐ. ἀλλ' ἀκριβῶς Lys.Fr. 38, cf. Plb.3.29.3; ἂν αἱ φαντασίαι ποιῶσιν αὐ. τὰς συγκαταθέσεις Chrysipp.Stoic.2.291; αὐ. διαιτᾶν control, govern absolutely, Phld.D. 1.22. 5 sufficing for oneself: also, supporting oneself, ἱππεῖς Luc. Tox.54. 6 entirely due to, c. gen., νίκη τῶν ἡγουμένων Plb.5.12.4. II (τέλος IV) taxing oneself, self-taxed, Th.5.18, Stob.2.7.3a.
German (Pape)
[Seite 403] ές, 1) sich selbst steuernd, keinem Andern Abgaben gebend, neben αὐτόνομος u. αὐτόδικος Thuc. 5, 18. – 2) in sich selbst endigend, vollständig, Arist. top. 1, 5, 9; seinen Zweck in sich habend, pol. 7, 3, 5; absolut, D. Sic. 12, 1; für sich allein ausreichend, Pol. 3, 4. 3, 9; αὐτοτελὴς νίκη τῶν ἡγουμένων, den man nur den Führern verdankt, 5, 12; ἱππεῖς, auf eigene Kosten lebend, Luc. Tox. 54; so πόλεμοι, πράξεις, D. Sic. 1, 3. 16, 1; – unabhängig, neben ἄναρκτος Plut. amat. 9 f. – Adv. αὐτοτελῶς, vollkommen, Epicur. bei Diog. L. 10, 85; bevollmächtigt, in eigener Machtvollkommenheit, ὁμολογίας ποιεῖσθαι Pol. 3, 29; – Lys. B. A. 467 Ggstz ἀκριβῶς, obenhin.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτελής: -ές, ὁ τελειῶν ἐν ἑαυτῷ, τέλειος ἐν ἑαυτῷ, Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 9, Πολιτικ. 7. 3, 8: ― Ἐπίρρ. -λῶς, ἐντελῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 85. 2) ἀπόλυτος, αὐθύπαρκτος, Οὐϋττεμβ. Πλούτ. 2. 122Ε. 3) ἀπόλυτος, μετ’ αὐτοτελοῦς δυνάμεως, Δίων Κ. 52. 22· περὶ τινος Πολύβ. 3. 4, 4· πρός τι αὐτόθι 36. 2· δίκη Σουίδ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, ὡς θέλει τις, οὐκ αὐτ., ἀλλ’ ἀκριβῶς Λυσ. Ἀποσπ. 22, πρβλ. Πολύβ. 3. 29, 3, Α. Β. 467. 4) ὁ εἰς ἑαυτὸν ἀρχῶν, ἐπαρκής· ὡσαύτως ὁ ὑποστηρίζων ἑαυτόν, ἱππεῖς Λουκ. Τόξ. 54. 5) ἀπλύτως κατορθωθείς, ἐν οἷς δ’ αὐτοτελὴς ἡ νίκη γίνεται τῶν ἡγουμένων, ὑπὸ τῶν ἡγουμένων, Πολύβ. 5. 12, 4. ΙΙ. (τέλος ΙV) ὁ ἑαυτὸν φορολογῶν, αὐτοφορολογούμενος, Θουκ. 18, πρβλ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 55.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. (τέλος fin) qui a sa fin en soi :
1 complet ou parfait en soi, absolu;
2 qui subsiste par soi-même;
3 qui se suffit à soi-même ; indépendant;
4 qui porte en soi sa fin ou sa conclusion, décisif ; sans appel (jugement);
II. (τέλος impôt) qui se taxe ou s’impose soi-même.
Étymologie: αὐτός, τέλος.