ταχύπους: Difference between revisions
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰχύπους''': ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ταχὺς τοὺς πόδας, ὡς τὸ [[ὠκύπους]], Εὐρ. Βάκχ. 782, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068· [[ἴχνος]] Εὐρ. Τρῳ. 232· [[κῶλον]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 168. | |lstext='''τᾰχύπους''': ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ταχὺς τοὺς πόδας, ὡς τὸ [[ὠκύπους]], Εὐρ. Βάκχ. 782, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068· [[ἴχνος]] Εὐρ. Τρῳ. 232· [[κῶλον]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 168. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό,
A swift-footed, E.Ba.782, Ar.Eq.1068; ἴχνος E.Tr.232 (anap.); κῶλον Id.Ba.168 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1076] ποδος, ὁ, ἡ, schnellfüßig; ἵπποι, Eur. Bacch. 781; ἴχνος, Troad. 232; κῶλον, Bacch. 168; Ar. Equ. 1063; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ταχὺς τοὺς πόδας, ὡς τὸ ὠκύπους, Εὐρ. Βάκχ. 782, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068· ἴχνος Εὐρ. Τρῳ. 232· κῶλον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 168.