οἶτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἶτος''': ὁ, [[μοῖρα]], [[μόρος]], [[θάνατος]], [[συμφορά]], ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὸς [[οἶτος]], Ἰλ. Θ. 34, Ὀδ. Α. 350, κ. ἀλλ.· κακὸν οἶτον ἀπόλλυσθαι, ἀποθνήσκειν κακόν, θλιβερὸν θάνατον, Ἰλ. Γ. 417 καὶ [[ἄνευ]] ἐπιθέτου, ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα, τὴν συμφοράν, Ι. 563 (559)· καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες Ω. 388· κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶτον ἀείδεις Ὀδ. Θ. 489· Δαναοῦ ἤδ’ Ἰλίου οἶτον ἀκούων [[αὐτόθι]] 578. - Ἀρχαία Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Ἀντ. 858, Ἠλ. 167, Εὐρ. Ι. Τ. 1091 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις), Συλλ. Ἐπιγρ. 4708. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[εἶμι]], ἴδε ἐν λέξ. [[εἶμι]]).
|lstext='''οἶτος''': ὁ, [[μοῖρα]], [[μόρος]], [[θάνατος]], [[συμφορά]], ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὸς [[οἶτος]], Ἰλ. Θ. 34, Ὀδ. Α. 350, κ. ἀλλ.· κακὸν οἶτον ἀπόλλυσθαι, ἀποθνήσκειν κακόν, θλιβερὸν θάνατον, Ἰλ. Γ. 417 καὶ [[ἄνευ]] ἐπιθέτου, ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα, τὴν συμφοράν, Ι. 563 (559)· καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες Ω. 388· κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶτον ἀείδεις Ὀδ. Θ. 489· Δαναοῦ ἤδ’ Ἰλίου οἶτον ἀκούων [[αὐτόθι]] 578. - Ἀρχαία Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Ἀντ. 858, Ἠλ. 167, Εὐρ. Ι. Τ. 1091 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις), Συλλ. Ἐπιγρ. 4708. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[εἶμι]], ἴδε ἐν λέξ. [[εἶμι]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sort, destin ; <i>particul.</i> sort funeste, malheur, infortune.<br />'''Étymologie:''' [[οἴσω]], fut. de [[φέρω]] ; cf. <i>lat.</i> fors de fero.
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶτος Medium diacritics: οἶτος Low diacritics: οίτος Capitals: ΟΙΤΟΣ
Transliteration A: oîtos Transliteration B: oitos Transliteration C: oitos Beta Code: oi)=tos

English (LSJ)

ὁ,

   A fate, doom, usu. in a bad sense, κακὸς οἶ. Il.8.34, Od.1.350, al.; σὺ δέ κεν κακὸν οἶ. ὄληαι Il.3.417 ; ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶ. ἔχουσα 9.563 ; καλὰ τὸν οἶ. ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες 24.388 ; κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶ. ἀείδεις Od.8.489 ; Δαναῶν ἰδὲ Ἰλίου οἶ. ἀκούων ib.578 ; but simply, lot, τὸν τῆς μελίσσης οἶ. ἔχειν Democr.227.—Ep. word, used in lyr. by S.El.167, E.IT1091 (dub. l.). (Prob. from εἶμι ibo.)

German (Pape)

[Seite 313] ὁ (entweder von οἴ; verwandt mit οἶκτος, od. von οιω, οἴσω, das Gebrachte, wie fors von fero), Loos, G efchi ck; bei Hom. stets unglückliches G., Unglück; Ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα, Il. 9, 563; τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες, 24, 388; Od. 1, 350; oft mit κακός verbunden, οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται Il. 8, 34, σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι 3, 417, einen schlimmen Tod sterben, πολέες κακὸν οἶτον ἐπέσπον Od. 3, 134; τὸν ἀνήνυτον οἶτον ἔχουσα κακῶν Soph. El. 163; ἔλεγον οἶτον ἀείδεις, Eur. I. T. 1091; einzeln bei sp. D., wie Callim. Lav. Pall. 94.

Greek (Liddell-Scott)

οἶτος: ὁ, μοῖρα, μόρος, θάνατος, συμφορά, ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὸς οἶτος, Ἰλ. Θ. 34, Ὀδ. Α. 350, κ. ἀλλ.· κακὸν οἶτον ἀπόλλυσθαι, ἀποθνήσκειν κακόν, θλιβερὸν θάνατον, Ἰλ. Γ. 417 καὶ ἄνευ ἐπιθέτου, ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα, τὴν συμφοράν, Ι. 563 (559)· καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες Ω. 388· κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶτον ἀείδεις Ὀδ. Θ. 489· Δαναοῦ ἤδ’ Ἰλίου οἶτον ἀκούων αὐτόθι 578. - Ἀρχαία Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Ἀντ. 858, Ἠλ. 167, Εὐρ. Ι. Τ. 1091 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις), Συλλ. Ἐπιγρ. 4708. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ εἶμι, ἴδε ἐν λέξ. εἶμι).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sort, destin ; particul. sort funeste, malheur, infortune.
Étymologie: οἴσω, fut. de φέρω ; cf. lat. fors de fero.