ἁγνεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁγνεύω''': μέλλ. -εύσω· πρκμ. ἥγνευκα, Δημ. [[ἔνθα]] κατωτ. Νομίζω τι ὡς [[μέρος]] ἀναπόσπαστον ἁγνείας, θεωρῶ τι ὡς [[ζήτημα]] θρησκευτικόν, [[μετὰ]] ἀπαρ., ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν, Ἡρόδ. 1. 140· ἀπολ., εἶμαι [[ἁγνός]], [[καθαρός]], ὄρνιθος [[ὄρνις]] πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; Αἰσχύλ. Ἱκ. 226, πρβλ. Πλατ. Νόμ. 837C· μετ’ αἰτ. πράγμ., χεῖρας ἁγνεύει, Εὐρ. Ι. Τ. 1227. ἁγνεύων θύειν, Λυσ. 107, 39· ἁγνεύεις ἔτι, Ἄλεξ. ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ», 1, 6· φυλάττω ἐμαυτὸν καθαρόν, ἀμόλυντον ἀπό τινος· τινός, Δημ. 618. 10. ΙΙ. ἐνεργ., = [[ἁγνίζω]], [[καθαρίζω]], Λατ. lustrare. Ἀντιφ. 119. 11.
|lstext='''ἁγνεύω''': μέλλ. -εύσω· πρκμ. ἥγνευκα, Δημ. [[ἔνθα]] κατωτ. Νομίζω τι ὡς [[μέρος]] ἀναπόσπαστον ἁγνείας, θεωρῶ τι ὡς [[ζήτημα]] θρησκευτικόν, [[μετὰ]] ἀπαρ., ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν, Ἡρόδ. 1. 140· ἀπολ., εἶμαι [[ἁγνός]], [[καθαρός]], ὄρνιθος [[ὄρνις]] πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; Αἰσχύλ. Ἱκ. 226, πρβλ. Πλατ. Νόμ. 837C· μετ’ αἰτ. πράγμ., χεῖρας ἁγνεύει, Εὐρ. Ι. Τ. 1227. ἁγνεύων θύειν, Λυσ. 107, 39· ἁγνεύεις ἔτι, Ἄλεξ. ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ», 1, 6· φυλάττω ἐμαυτὸν καθαρόν, ἀμόλυντον ἀπό τινος· τινός, Δημ. 618. 10. ΙΙ. ἐνεργ., = [[ἁγνίζω]], [[καθαρίζω]], Λατ. lustrare. Ἀντιφ. 119. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> ἥγνευκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> être pur : χεῖρας ἁγν. EUR avoir les mains pures;<br /><b>2</b> se garder pur de, gén.;<br /><b>3</b> avec un inf., regarder comme un devoir religieux de;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> purifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἁγνός]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγνεύω Medium diacritics: ἁγνεύω Low diacritics: αγνεύω Capitals: ΑΓΝΕΥΩ
Transliteration A: hagneúō Transliteration B: hagneuō Transliteration C: agneyo Beta Code: a(gneu/w

English (LSJ)

pf. ἥγνευκα D.l. citand.,

   A consider as part of purity, make it a point of religion, c. inf., ἁγνεύουσι ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν Hdt.1.140: abs., to bepure, ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών ; A.Supp.226, cf. Lys.6.51, Pl.Lg.837c, Alex.15.6: c. acc. rei, χεῖρας ἁ. E.IT1227; keep oneself pure from, τινός D.22.78, Phld.Sto.Herc.339.15, Luc.Am.5; also in Med., γυναικός GDI3636.43 (Cos).    2 perform religious ceremonies, officiate, BGU1201.6 (ii B. C.), cf. 149.8 (ii/iii A.D.).    3 Med., purify, τὸν νοῦν Phld.Sto.Herc.339.20.    II Act., = ἁγνίζω, purify, πόλιν Antipho 2.3.11:—Pass., SIG978 (Cnidus): c.gen., purify from, ὁ παντὸς ἁγνεύων, of Epicurus, Phld.Lib.p.26O.

German (Pape)

[Seite 17] 1) rein, keusch sein; theils absol., Aesch. Suppl. 223; Ar. Lys. 1183; Plat. Legg. VIII, 837 c; bes. von Opfernden, Lys. 6, 51; vgl. Alexis Ath. III, 117 e; Her. 1, 140; c. inf, ἁγνεύουσι μηδὲν ἔμψυχον κτείνειν, sie halten sich rein vom Tödten eines belebten Wesens, τινός, z. B. Dem. 24, 186; ἡγνευκέναι τοιούτων ἐπιτηδευμάτων, sich rein gehalten haben von solchen Beschäftigungen, ἀφροδισίων καὶ οἴνου καὶ ψευδολογίας Plut. de coh. ira 16; ἔρωτος Luc. Amor. 5. – 2) reinigen, sühnen, πόλιν Antiph. 2 γ 11; ἑαυτόν 6, 4 (Harpocr. ἁγνίζειν).

Greek (Liddell-Scott)

ἁγνεύω: μέλλ. -εύσω· πρκμ. ἥγνευκα, Δημ. ἔνθα κατωτ. Νομίζω τι ὡς μέρος ἀναπόσπαστον ἁγνείας, θεωρῶ τι ὡς ζήτημα θρησκευτικόν, μετὰ ἀπαρ., ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν, Ἡρόδ. 1. 140· ἀπολ., εἶμαι ἁγνός, καθαρός, ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; Αἰσχύλ. Ἱκ. 226, πρβλ. Πλατ. Νόμ. 837C· μετ’ αἰτ. πράγμ., χεῖρας ἁγνεύει, Εὐρ. Ι. Τ. 1227. ἁγνεύων θύειν, Λυσ. 107, 39· ἁγνεύεις ἔτι, Ἄλεξ. ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ», 1, 6· φυλάττω ἐμαυτὸν καθαρόν, ἀμόλυντον ἀπό τινος· τινός, Δημ. 618. 10. ΙΙ. ἐνεργ., = ἁγνίζω, καθαρίζω, Λατ. lustrare. Ἀντιφ. 119. 11.

French (Bailly abrégé)

pf. ἥγνευκα;
I. intr. 1 être pur : χεῖρας ἁγν. EUR avoir les mains pures;
2 se garder pur de, gén.;
3 avec un inf., regarder comme un devoir religieux de;
II. tr. purifier.
Étymologie: ἁγνός.