ἀμυσχρός: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμυσχρός''': -ά, -όν, ([[μύσος]]) [[ἀμίαντος]], [[ἀμόλυντος]], Παρθ. παρὰ Ἡφαιστ. 9, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 834 (ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. διστάζει μεταξὺ τῶν [[ἀμυχνός]], ἀμυχρός, ἀμυσκαρός): πρβλ. Λοβ. Παθολ. 227.
|lstext='''ἀμυσχρός''': -ά, -όν, ([[μύσος]]) [[ἀμίαντος]], [[ἀμόλυντος]], Παρθ. παρὰ Ἡφαιστ. 9, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 834 (ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. διστάζει μεταξὺ τῶν [[ἀμυχνός]], ἀμυχρός, ἀμυσκαρός): πρβλ. Λοβ. Παθολ. 227.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />non souillé, pur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μύσος]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυσχρός Medium diacritics: ἀμυσχρός Low diacritics: αμυσχρός Capitals: ΑΜΥΣΧΡΟΣ
Transliteration A: amyschrós Transliteration B: amyschros Transliteration C: amyschros Beta Code: a)musxro/s

English (LSJ)

ά, όν, (μύσος)

   A undefiled, Parth.Fr.2, prob. l. in S.Fr. 1005, cf. Hsch., EM87.26 (ἀμυχρόν Phot.p.97 R.; ἀμυχνόν, ἀμυγνόν, ἀμύσκαρον are also cited by Suid.).

German (Pape)

[Seite 133] (μύσος?), unbefleckt, rein, Parthen. bei Hephaest. p. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυσχρός: -ά, -όν, (μύσος) ἀμίαντος, ἀμόλυντος, Παρθ. παρὰ Ἡφαιστ. 9, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 834 (ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. διστάζει μεταξὺ τῶν ἀμυχνός, ἀμυχρός, ἀμυσκαρός): πρβλ. Λοβ. Παθολ. 227.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
non souillé, pur.
Étymologie: ἀ, μύσος.