ἐκκάμνω: Difference between revisions
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκάμνω''': μέλλ. -κᾰμοῦμαι, [[ἀποκάμνω]], ἐξέκαμνον τὰς ὀλοφύρσεις, ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51· οὕτω [[μετὰ]] μετοχ., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Πλουτ. Σόλων 8, πρβλ. Πομπ. 32· ἐξέκαμεν ὑπὸ [[γήρως]] προς τι, ἔγεινεν [[ἕνεκα]] τοῦ γήρατος [[ἀκατάλληλος]] [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 24· καὶ [[σίδηρος]] ἐξέκαμε πληγαῖς, παροιμ., καὶ ὁ [[σίδηρος]] δαμάζεται διὰ τῶν κτυπημάτων, ὁ αὐτ. Καῖσ. 37. | |lstext='''ἐκκάμνω''': μέλλ. -κᾰμοῦμαι, [[ἀποκάμνω]], ἐξέκαμνον τὰς ὀλοφύρσεις, ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51· οὕτω [[μετὰ]] μετοχ., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Πλουτ. Σόλων 8, πρβλ. Πομπ. 32· ἐξέκαμεν ὑπὸ [[γήρως]] προς τι, ἔγεινεν [[ἕνεκα]] τοῦ γήρατος [[ἀκατάλληλος]] [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 24· καὶ [[σίδηρος]] ἐξέκαμε πληγαῖς, παροιμ., καὶ ὁ [[σίδηρος]] δαμάζεται διὰ τῶν κτυπημάτων, ὁ αὐτ. Καῖσ. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐξέκαμνον, <i>f.</i> ἐκκαμοῦμαι, <i>ao.2</i> ἐξέκαμον;<br />se lasser : [[τι]] de qch ; ἐξέκαμον πολεμοῦντες PLUT ils se lassèrent de faire la guerre ; ἐκκ. ὑπὸ [[γήρως]] [[πρός]] [[τι]] PLUT devenir, par la fatigue de l’âge, impropre à qch ; [[σίδηρος]] ἐξέκαμεν πληγαῖς PLUT le fer se fatigua de frapper, <i>càd</i> s’émoussa.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κάμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
A grow quite weary of a thing, τὰς ὀλοφύρσεις Th.2.51: c. part., πολεμοῦντες ἐξέκαμον Plu.Sol.8, cf. Pomp.32, D.C.40.24; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια he became unfit through age for.., Plu.Cat.Ma.24; σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς it is worn out (gnomic) with blows, Id.Caes.37 ; ἐ. ἡ ἀρετή τισι Max. Tyr.29.2.
German (Pape)
[Seite 762] (s. κάμνω), ganz ermüden, c. partic., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Plut. Sol. 8; a. Sp.; τὰς ὀλοφύρσεις Thuc. 2, 51, der Klagen überdrüssig werden; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια Plut. Cat. mai. 24, vgl. Sol. 31; auch σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς, wurde stumpf, Caes. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκάμνω: μέλλ. -κᾰμοῦμαι, ἀποκάμνω, ἐξέκαμνον τὰς ὀλοφύρσεις, ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51· οὕτω μετὰ μετοχ., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Πλουτ. Σόλων 8, πρβλ. Πομπ. 32· ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως προς τι, ἔγεινεν ἕνεκα τοῦ γήρατος ἀκατάλληλος πρός τι, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 24· καὶ σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς, παροιμ., καὶ ὁ σίδηρος δαμάζεται διὰ τῶν κτυπημάτων, ὁ αὐτ. Καῖσ. 37.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξέκαμνον, f. ἐκκαμοῦμαι, ao.2 ἐξέκαμον;
se lasser : τι de qch ; ἐξέκαμον πολεμοῦντες PLUT ils se lassèrent de faire la guerre ; ἐκκ. ὑπὸ γήρως πρός τι PLUT devenir, par la fatigue de l’âge, impropre à qch ; σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς PLUT le fer se fatigua de frapper, càd s’émoussa.
Étymologie: ἐκ, κάμνω.